κεφαλαίωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalaioma
|Transliteration C=kefalaioma
|Beta Code=kefalai/wma
|Beta Code=kefalai/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sum total]], <span class="bibl">Hdt. 3.159</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[collective expression]], τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.564</span> S.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sum total]], [[Herodotus|Hdt.]] 3.159.<br><span class="bld">II</span> [[collective expression]], τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.''in Prm.''p.564 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] [[som]], [[totaal]].
|elnltext=κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] [[som]], [[totaal]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαίωμα Medium diacritics: κεφαλαίωμα Low diacritics: κεφαλαίωμα Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΜΑ
Transliteration A: kephalaíōma Transliteration B: kephalaiōma Transliteration C: kefalaioma Beta Code: kefalai/wma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sum total, Hdt. 3.159.
II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.

German (Pape)

[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).

Greek Monolingual

κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμαπέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.

Middle Liddell

κεφᾰλαίωμα, ατος, τό, κεφαλαιόω
the sum total, Hdt.