ζωογράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ζωογράφος
|Full diacritics=ζωογρᾰ́φος
|Medium diacritics=ζωογράφος
|Medium diacritics=ζωογράφος
|Low diacritics=ζωογράφος
|Low diacritics=ζωογράφος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zoografos
|Transliteration C=zoografos
|Beta Code=zwogra/fos
|Beta Code=zwogra/fos
|Definition=[ᾰ], ον, poet. for <b class="b3">ζωγρ-</b>, <span class="bibl">Theoc.15.81</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ζῳο-]]).
|Definition=[ᾰ], ον, ''poet.'' for [[ζωγράφος]], Theoc.15.81 ([[varia lectio|v.l.]] [[ζῳογράφος]]).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 12:05, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογρᾰ́φος Medium diacritics: ζωογράφος Low diacritics: ζωογράφος Capitals: ΖΩΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: zōográphos Transliteration B: zōographos Transliteration C: zoografos Beta Code: zwogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ζωγράφος, Theoc.15.81 (v.l. ζῳογράφος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωογράφος -ου, ὁ [ζωός, γράφω] schilder.

Greek Monolingual

-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακογράφος, ορθογράφος.

Greek Monotonic

ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.

Middle Liddell

ζωο-γράφος, ον poet. for ζωγράφος.]

German (Pape)

ὁ, p. = ζωγράφος, Theocr. 15.81.