πολισσονόμος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polissonomos
|Transliteration C=polissonomos
|Beta Code=polissono/mos
|Beta Code=polissono/mos
|Definition=ον, (πόλις, νέμω) [[managing]] or [[ruling a city]], ἀρχαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>864</span> (anap.); <b class="b3">π. βιοτά</b> a life [[of social order]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>853</span> (lyr.).
|Definition=πολισσονόμον, ([[πόλις]], [[νέμω]]) [[managing]] or [[ruling a city]], ἀρχαί A.''Ch.''864 (anap.); <b class="b3">π. βιοτά</b> a life [[of social order]], Id.''Pers.''853 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui régit la cité]];<br /><b>2</b> soumis <i>ou</i> conforme aux lois de la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολισσόος]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui régit la cité]];<br /><b>2</b> [[soumis]] <i>ou</i> conforme aux lois de la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολισσόος]], [[νέμω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολισσονόμος -ον &#91;[[πόλις]], [[νέμω]]] [[de stad regerend]]:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.
|elnltext=πολισσονόμος -ον &#91;[[πόλις]], [[νέμω]]] [[de stad regerend]]:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολισσονόμος]] βιοτά» — ο [[πολιτικός]] και [[κοινωνικός]] [[βίος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολισσο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πολισσ</i>-<i>ούχος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογική [[προς]] το συνθ. [[πολισσόος]], παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά [[πόλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πολισσονόμος]] βιοτά» — ο [[πολιτικός]] και [[κοινωνικός]] [[βίος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]]. Η [[μορφή]] του α' συνθετικού <i>πολισσο</i>- ([[πρβλ]]. [[πολισσούχος]]) [[είναι]] πιθ. αναλογική [[προς]] το συνθ. [[πολισσόος]], παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

English (LSJ)

πολισσονόμον, (πόλις, νέμω) managing or ruling a city, ἀρχαί A.Ch.864 (anap.); π. βιοτά a life of social order, Id.Pers.853 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 656] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui régit la cité;
2 soumis ou conforme aux lois de la cité.
Étymologie: πολισσόος, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολισσονόμος -ον [πόλις, νέμω] de stad regerend:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.

Russian (Dvoretsky)

πολισσονόμος:
1 управляющий городом, тж. руководящий государственными делами (ἀρχαί Aesch.);
2 гражданственный, государственный или общественный (βιοτά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολισσονόμος: ον (πόλις, νέμω) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, βίος κοινωνικός, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πόλη
2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος. Η μορφή του α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πολισσονόμος: -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.

Middle Liddell

πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω
managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.