ὑδάτινος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydatinos
|Transliteration C=ydatinos
|Beta Code=u(da/tinos
|Beta Code=u(da/tinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[watery]], [[wet]], [[moist]], νότοι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vent.</span>57</span> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ὑδατεινός]]); ὑδάτινος [[νάρκισσος]] [[that loves the water]], IG14.2508 (Nemausus); <b class="b3">τὸ ὑδάτινον σῶμα</b> the [[body]] which is [[water]], <span class="bibl">Plot.2.7.2</span>: τὸ ὑδάτινον = an [[eye]]-[[lotion]], Gal.17(2).185. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[transparent like water]], of [[thin]], [[gauze-like]] [[Milesian]] [[garment]]s, [[καίρωμα]] <span class="bibl">Call. <span class="title">Fr.</span>295</span>; ὑ. βράκη <span class="bibl">Theoc.28.11</span>; <b class="b3">[στολή</b>] <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>265.3</span> (i A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[ὑγρός]] <span class="bibl">11.1</span>, [[pliant]], [[supple]], βραχίονες <span class="title">AP</span>9.567 (Antip.). <b class="b3">[ῠδᾰτῐνος</b>: but in dactylic (incl. Asclepiadean) verses <b class="b3">ῡ;</b> for [[ὑδατῑνός]] see <b class="b3">ὑδατεινός.]</b></span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[watery]], [[wet]], [[moist]], νότοι [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''57 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ὑδατεινός]]); ὑδάτινος [[νάρκισσος]] [[that loves the water]], IG14.2508 (Nemausus); <b class="b3">τὸ ὑδάτινον σῶμα</b> the [[body]] which is [[water]], Plot.2.7.2: τὸ ὑδάτινον = an [[eye]]-[[lotion]], Gal.17(2).185.<br><span class="bld">II</span> [[transparent like water]], of [[thin]], [[gauze-like]] [[Milesian]] [[garment]]s, [[καίρωμα]] Call. ''Fr.''295; ὑ. βράκη Theoc.28.11; [στολή] ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''265.3 (i A. D.).<br><span class="bld">III</span> = [[ὑγρός]] II.1, [[pliant]], [[supple]], βραχίονες ''AP''9.567 (Antip.). [ῠδᾰτῐνος: but in dactylic (incl. Asclepiadean) verses <b class="b3">ῡ</b>; for ὑδατῑνός see <b class="b3">ὑδατεινός.]</b>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> d’eau :<br /><b>1</b> [[pluvieux]];<br /><b>2</b> humide, qui aime l'humidité;<br /><b>3</b> [[transparent comme l'eau]];<br /><b>II.</b> souple, flexible.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> d'eau :<br /><b>1</b> [[pluvieux]];<br /><b>2</b> humide, qui aime l'humidité;<br /><b>3</b> [[transparent comme l'eau]];<br /><b>II.</b> [[souple]], [[flexible]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑδάτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υδατώδης]] (α. «υδάτινο [[στρώμα]]» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος με [[νερό]] («υδάτινη [[βαφή]]» — [[υδρόχρωμα]], [[νερομπογιά]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφανής]] («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα [[σημεία]]» — τα υδατογραφήματα)<br /><b>φρ.</b> α) «υδάτινο [[οικοσύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[οικοσύστημα]] που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο [[μέχρι]] τον ωκεανό, και του οποίου κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του νερού<br />β) «υδάτινο [[ισοζύγιο]]» — η ποσοτική [[απεικόνιση]] τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματος<br />γ) «υδάτινοι πόροι» — το [[σύνολο]] τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την [[κατάσταση]] τους, [[δηλαδή]] [[αέρια]], υγρά ή [[στερεά]], τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη [[περιοχή]] ή [[χώρα]] και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο [[διαφανής]] σαν το [[νερό]] ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, [[κυανός]], [[γαλάζιος]] («πολλὰ δ' οἷα γυναῑκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]] («ὑδάτινοι βραχίονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδάτινον</i><br />[[είδος]] νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑδάτινος]] [[νάρκισσος]]» — [[υδροχαρής]] [[νάρκισσος]]<br />β) «τὸ ὑδάτινον [[σῶμα]]» — το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ύδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑδάτινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υδατώδης]] (α. «υδάτινο [[στρώμα]]» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παρασκευασμένος με [[νερό]] («υδάτινη [[βαφή]]» — [[υδρόχρωμα]], [[νερομπογιά]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφανής]] («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα [[σημεία]]» — τα υδατογραφήματα)<br /><b>φρ.</b> α) «υδάτινο [[οικοσύστημα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[οικοσύστημα]] που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο [[μέχρι]] τον ωκεανό, και του οποίου κύριο χαρακτηριστικό [[είναι]] οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του νερού<br />β) «υδάτινο [[ισοζύγιο]]» — η ποσοτική [[απεικόνιση]] τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματος<br />γ) «υδάτινοι πόροι» — το [[σύνολο]] τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την [[κατάσταση]] τους, [[δηλαδή]] [[αέρια]], υγρά ή [[στερεά]], τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη [[περιοχή]] ή [[χώρα]] και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο [[διαφανής]] σαν το [[νερό]] ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, [[κυανός]], [[γαλάζιος]] («πολλὰ δ' οἷα γυναῖκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]] («ὑδάτινοι βραχίονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδάτινον</i><br />[[είδος]] νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑδάτινος]] [[νάρκισσος]]» — [[υδροχαρής]] [[νάρκισσος]]<br />β) «τὸ ὑδάτινον [[σῶμα]]» — το [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ύδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:42, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰ́τῐνος Medium diacritics: ὑδάτινος Low diacritics: υδάτινος Capitals: ΥΔΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: hydátinos Transliteration B: hydatinos Transliteration C: ydatinos Beta Code: u(da/tinos

English (LSJ)

η, ον,
A watery, wet, moist, νότοι Thphr. Vent.57 (nisi leg. ὑδατεινός); ὑδάτινος νάρκισσος that loves the water, IG14.2508 (Nemausus); τὸ ὑδάτινον σῶμα the body which is water, Plot.2.7.2: τὸ ὑδάτινον = an eye-lotion, Gal.17(2).185.
II transparent like water, of thin, gauze-like Milesian garments, καίρωμα Call. Fr.295; ὑ. βράκη Theoc.28.11; [στολή] POxy.265.3 (i A. D.).
III = ὑγρός II.1, pliant, supple, βραχίονες AP9.567 (Antip.). [ῠδᾰτῐνος: but in dactylic (incl. Asclepiadean) verses ; for ὑδατῑνός see ὑδατεινός.]

German (Pape)

[Seite 1172] auch 2 Endgn, 1) wässerig, von Wasser, mit Wasser gemacht, übh. feucht. – 2) durchsichtig, wie Wasser, von dünnen, florartigen milesischen Kleidern, βράκη, Theocr. 28, 11; Andere erkl. es von der Farbe, meerblau. – 3) wie ὑγρός, biegsam, geschmeidig, gelenkig; βραχίονες, Antp. Th. 32 (IX, 567); vgl. Mehlhorn Anacr. 16, 9 p. 81; νάρκισσος, Ep. ad. 705 (App. 120). – [Bei Dichtern findet sich des Verses wegen υ lang gebraucht; bei Matro Ath. 136 c ist ι lang u. daher vielleicht ὑδατείνους zu schreiben.]

French (Bailly abrégé)

η, ον :
I. d'eau :
1 pluvieux;
2 humide, qui aime l'humidité;
3 transparent comme l'eau;
II. souple, flexible.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδάτῐνος: (ᾰ, ῠ, в Anth. ῡ)
1 растущий у воды, водолюбивый (νάρκισσος Anth.);
2 прозрачный, сквозной, легкий (βράκη Theocr.);
3 гибкий (βραχίονες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδάτῐνος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ὕδωρ)· ― ὁ ἐξ ὕδατος, ὑδαρώδης, ὑγρός, πνεῦμα, χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, 289 (ἔνθα ὁ Littré διατηρεῖ τὴν τῶν Ἀντιγράφων γραφὴν ὑδάτεινος)· νότοι Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 57 (καὶ διορθωτέον οὕτως ἀντὶ ὑδάτιος, αὐτόθι 7)· νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 6. 1 καὶ 11· ὑδ. νάρκισσος, ὁ τὸ ὕδωρ ἀγαπῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 120· ― τὸ ὑδάτινον, ὕδωρ τι πρὸς πλύσιν τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 9, σ. 496. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ λεπτῶν Μιλησίων ὑφασμάτων ἢ ἐνδυμάτων, καίρωμα Καλλ. Ἀποσπ. 295· ὑδ. βράκη Θεόκρ. 28. 11, ― ἔνθα ἕταιροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον ὑφάσματα ἔχοντα τὸ χρῶμα τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πρβλ. ὑδατόεις ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ ὑγρὸς ΙΙ, εὔκαμπτος, βραχίονες Ἀνθ. Π. 9. 567, πρβλ. Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 16. 9. [ῠδᾰτῐνος· ἀλλ’ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ῡ· καὶ ὁ Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C ἔχει ῡδατῑνος, ὅπερ εὐνοεῖ τὸν τύπον ὑδάτεινος, ἴδε ἀνωτ.].

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» — υδρόχρωμα, νερομπογιά)
2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα σημεία» — τα υδατογραφήματα)
φρ. α) «υδάτινο οικοσύστημα»
βιολ. οικοσύστημα που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο μέχρι τον ωκεανό, και του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του νερού
β) «υδάτινο ισοζύγιο» — η ποσοτική απεικόνιση τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματος
γ) «υδάτινοι πόροι» — το σύνολο τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την κατάσταση τους, δηλαδή αέρια, υγρά ή στερεά, τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη περιοχή ή χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο
αρχ.
1. (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο διαφανής σαν το νερό ή αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, κυανός, γαλάζιος («πολλὰ δ' οἷα γυναῖκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», Θεόκρ.)
2. μτφ. ευλύγιστος, εύκαμπτος («ὑδάτινοι βραχίονες», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδάτινον
είδος νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις
4. φρ. α) «ὑδάτινος νάρκισσος» — υδροχαρής νάρκισσος
β) «τὸ ὑδάτινον σῶμα» — το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

ὑδάτῐνος: -η, -ον και -ος, -ον (ὕδωρ),
I. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός, ὑδάτινος νάρκισσος, υδρόφιλος, σε Ανθ.
II. όπως το ὑγρός II, ευλύγιστος, εύκαμπτος, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑδάτῐνος, η, ον ὕδωρ
I. of water, watery, ὑδ. νάρκισσος that loves the water, Anth.
II. like ὑγρός II, pliant, supple, Anth.