Αἴγινα: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Aigina
|Transliteration C=Aigina
|Beta Code=&#42;ai)/gina
|Beta Code=&#42;ai)/gina
|Definition=ης, ἡ, <span class="title">Aegina</span>, Il., etc.:—hence Αἰγῑν-ήτης, ου, ὁ, fem. Αἰγῑν-ῆτις, ιδος, [[an Aeginetan]], ib., etc.
|Definition=ης, ἡ, ''Aegina'', Il., etc.:—hence [[Αἰγινήτης]], ου, ὁ, fem. [[Αἰγινῆτις]], ιδος, [[an Aeginetan]], ib., etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Αἴγῑνα''': ης, ἡ [[Αἴγινα]], Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. [[νῆσος]]), Ἡρόδ. 5. 86: - [[ἐντεῦθεν]] Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- [[ὡσαύτως]] Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.
|lstext='''Αἴγῑνα''': ης, ἡ [[Αἴγινα]], Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. [[νῆσος]]), Ἡρόδ. 5. 86: - [[ἐντεῦθεν]] Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,- [[ὡσαύτως]] Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Latest revision as of 10:06, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἴγῑνα Medium diacritics: Αἴγινα Low diacritics: Αίγινα Capitals: ΑΙΓΙΝΑ
Transliteration A: Aígina Transliteration B: Aigina Transliteration C: Aigina Beta Code: *ai)/gina

English (LSJ)

ης, ἡ, Aegina, Il., etc.:—hence Αἰγινήτης, ου, ὁ, fem. Αἰγινῆτις, ιδος, an Aeginetan, ib., etc.

Spanish (DGE)

(Αἴγῑνα) -ης, ἡ
• Alolema(s):h.Ap.31
• Morfología: [gen. -ας Pi.N.4.22, O.9.70, B.12.6; dat. -ᾳ Pi.P.9.90]
Egina
1 mit. ninfa hija de Asopo y madre de Éaco, Pi.O.9.70, Fr.52f.137, Hdt.5.80, E.IA 697, Pl.Grg.526e, Call.Fr.594.
2 isla del Egeo Il.2.562, h.Ap.31, Hes.Fr.204.47, B.13.78, A.Fr.404, Hdt.3.59, Ar.Ach.653, Pl.Alc.1.121b, Lg.707e, Grg.511d, X.HG 2.2.9, Isoc.19.31, D.20.76, Hell.Oxy.14.22.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Égina, mère d'Éaque;
2 Égine, île du golfe Saronique.

Russian (Dvoretsky)

Αἴγῑνα: ἡ Эгина
1 дочь Асопа, мать Эака и Менетия HH, Pind., Her., Plat.;
2 остров в Саронском заливе Hom., Pind., Her., Thuc., Arst., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

Αἴγῑνα: ης, ἡ Αἴγινα, Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. νῆσος), Ἡρόδ. 5. 86: - ἐντεῦθεν Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,- ὡσαύτως Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.

English (Slater)

Αἴγῑνα
a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) (O. 7.86) ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν (O. 8.20) Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ (P. 9.90) τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν (N. 3.3) ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐ ψεῦδιςμάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (N. 7.50) Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον (I. 5.43) Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8) Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (I. 8.56) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)
b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor. υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον (O. 9.70) Αἴγινα φίλα μᾶτερ (P. 8.98) Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι (N. 4.22) Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον (N. 8.6) χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16) ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν (Ζεύς sc.) (Pae. 6.137)

Greek Monotonic

Αἴγῑνα: -ης, ἡ, η Αίγινα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, Αἰγιναίη (ενν. νῆσος), σε Ηρόδ.· απ' όπου· Αἰγινήτης, -ου, , θηλ. -ῆτις, -ιδος, ο καταγόμενος από την Αίγινα, στον ίδ. κ.λπ.· επίθ. Αἰγιναῖος, , -ον, ο σχετικός με την Αίγινα, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

Aegina, Il., etc.