προσκτίζω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosktizo | |Transliteration C=prosktizo | ||
|Beta Code=proskti/zw | |Beta Code=proskti/zw | ||
|Definition=[[build]] or [[found besides]], αὐτοῖς ἄλλην πόλιν | |Definition=[[build]] or [[found besides]], αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.''BJ''5.4.2; [[ὄρει]] ib.3.7.7; <b class="b3">τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο</b> the two [[additional]] festivaldays [[founded]] in his honour, ''Sammelb.''7457.39 (Ptolemaic). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.
French (Bailly abrégé)
fonder en outre.
Étymologie: πρός, κτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.
Greek Monolingual
Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῖς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῦσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).
Greek Monotonic
προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.