δικαιοπράγημα: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikaiopragima | |Transliteration C=dikaiopragima | ||
|Beta Code=dikaiopra/ghma | |Beta Code=dikaiopra/ghma | ||
|Definition=ατος, τό, [[just]] or [[righteous act]], | |Definition=-ατος, τό, [[just]] or [[righteous act]], Id.''EN''1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, just or righteous act, Id.EN1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
acción recta τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.
German (Pape)
[Seite 626] τό, gerechte Handlung; Arist. Eth. 5, 7; Plut. stoic. rep. 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοπράγημα: ατος (ρᾱ) τό справедливый поступок Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπράγημα: τό, πρᾶξις δικαία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 7.
Greek Monolingual
δικαιοπράγημα, το (Α)
δικαιοπραγώ
δίκαιη πράξη.
Greek Monotonic
δῐκαιοπράγημα: -ατος, τό, δίκαια πράξη, σε Αριστ.
Middle Liddell
δῐκαιοπράγημα, ατος, τό, n [from δῐκαιοπρᾱγέω]
a just or honest act, Arist.