κυαμοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyamotroks
|Transliteration C=kyamotroks
|Beta Code=kuamotrw/c
|Beta Code=kuamotrw/c
|Definition=ῶγος, ὁ, [[bean-eater]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>41</span> (with allusion to κυαμος ''ΙΙ'').
|Definition=ῶγος, ὁ, [[bean-eater]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''41 (with allusion to κυαμος ''ΙΙ'').
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ &#91;[[κύαμος]], [[τρώγω]]] [[bonenvreter]].
|elnltext=κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ &#91;[[κύαμος]], [[τρώγω]]] [[bonenvreter]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμοτρώξ Medium diacritics: κυαμοτρώξ Low diacritics: κυαμοτρώξ Capitals: ΚΥΑΜΟΤΡΩΞ
Transliteration A: kyamotrṓx Transliteration B: kyamotrōx Transliteration C: kyamotroks Beta Code: kuamotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.

Greek Monolingual

κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακοτρώξ, φυλλοτρώξ.

Greek Monotonic

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.

Middle Liddell

κυᾰμο-τρώξ, ῶγος, ὁ, τρώγω
bean-eater, Ar.