λάχνος: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lachnos | |Transliteration C=lachnos | ||
|Beta Code=la/xnos | |Beta Code=la/xnos | ||
|Definition=(A), ὁ, < | |Definition=(A), ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[λάχνη]], [[wool]], Od.9.445; [[varia lectio|v.l.]] [[λαχμός]] (c).<br /><br />(B), ὁ, [[glutton]], Gloss.; cf. [[λάγνος]], [[λίχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
(B), ὁ, glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.
Russian (Dvoretsky)
λάχνος: ὁ овечья шерсть, руно Hom.
Greek (Liddell-Scott)
λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.
(II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.
(III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.
Greek Monotonic
λάχνος: ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.