πολυμισής: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymisis
|Transliteration C=polymisis
|Beta Code=polumish/s
|Beta Code=polumish/s
|Definition=ές, [[much-hating]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>20</span>.
|Definition=πολυμισές, [[much-hating]], Luc.''Pisc.''20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυμισής -ές &#91;[[πολύς]], [[μῖσος]]] [[vol haat]].
|elnltext=πολυμισής -ές &#91;[[πολύς]], [[μῖσος]]] [[vol haat]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μισεί [[πολλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίσος]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-<i>μισής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μισεί [[πολλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίσος]]), [[πρβλ]]. [[παντομισής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῑσής Medium diacritics: πολυμισής Low diacritics: πολυμισής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΗΣ
Transliteration A: polymisḗs Transliteration B: polymisēs Transliteration C: polymisis Beta Code: polumish/s

English (LSJ)

πολυμισές, much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῑσής: крайне ненавистный (τέχνη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντομισής].

Greek Monotonic

πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολῠ-μῑσής, ές μῖσος
much-hating, Luc.