ὀξυδερκής: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyderkis | |Transliteration C=oksyderkis | ||
|Beta Code=o)cuderkh/s | |Beta Code=o)cuderkh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀξυδερκές,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sighted]], [[quick-sighted]], Luc.''Tim.''25, al.: Comp. ὀξυδερκέστερος Id.''Vit.Auct.''26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.''in Top.''262.10: Sup. ὀξυδερκέστατος [[Herodotus|Hdt.]]2.68, Arist.''Mir.''834b28. Adv. [[ὀξυδερκῶς]] Ph.1.590: Comp. ὀξυδερκέστερον ib.229.<br><span class="bld">II</span> Act., [[promoting quickness of sight]], ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /> | |btext=ής, ές :<br />[[qui a le regard perçant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[δέρκομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ὀξυδερκής]] και [[ὀξυδορκής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] όραση, που βλέπει [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[κρίση]] και [[αντίληψη]], [[οξύνους]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ὀξυδερκές</i><br />η [[οξυδέρκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει [[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση («ὀξυδερκές [[ὕδωρ]]», Διοκλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυδερκῶς]] (Α)<br />με [[οξυδέρκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]] καλά»), [[πρβλ]]. [[πολυδερκής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
ὀξυδερκές,
A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al.: Comp. ὀξυδερκέστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10: Sup. ὀξυδερκέστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. ὀξυδερκῶς Ph.1.590: Comp. ὀξυδερκέστερον ib.229.
II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.
German (Pape)
[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠδερκής: обладающий острым зрением, зоркий Her., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυδερκής].
Greek Monotonic
ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.
Middle Liddell
ὀξῠ-δερκής, ές δέρκομαι
quick-sighted, Hdt., Luc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.