δόνημα: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=donima | |Transliteration C=donima | ||
|Beta Code=do/nhma | |Beta Code=do/nhma | ||
|Definition=ατος, τό, [[agitation]], [[waving]], δένδρου | |Definition=-ατος, τό, [[agitation]], [[waving]], δένδρου Luc.''Salt.''19. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.
German (Pape)
[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.
Russian (Dvoretsky)
δόνημα: ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.
Greek Monolingual
το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.
Greek Monotonic
δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.
Middle Liddell
δόνημα, ατος, τό, n [from δονέω
an agitation, waving, δένδρου Luc.