δυσθεώρητος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dystheoritos
|Transliteration C=dystheoritos
|Beta Code=dusqew/rhtos
|Beta Code=dusqew/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard to observe]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>511b13</span>; [[scarcely visible]], τρύπημα <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1.31</span>, cf. <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[hard to understand]] or [[reduce to theory]], τέχνη <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>49.19</span>, cf. <span class="bibl">Plb.3.31.7</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.141 S., <span class="bibl">Ph.2.84</span>.</span>
|Definition=δυσθεώρητον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to observe]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''511b13; [[scarcely visible]], τρύπημα Hero ''Spir.''1.31, cf. Philum.''Ven.''15.6.<br><span class="bld">II</span> [[hard to understand]] or [[reduce to theory]], τέχνη Ph.''Bel.''49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.''Rh.''1.141 S., Ph.2.84.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῑρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῖρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθεώρητος Medium diacritics: δυσθεώρητος Low diacritics: δυσθεώρητος Capitals: ΔΥΣΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dystheṓrētos Transliteration B: dystheōrētos Transliteration C: dystheoritos Beta Code: dusqew/rhtos

English (LSJ)

δυσθεώρητον,
A hard to observe, Arist.HA511b13; scarcely visible, τρύπημα Hero Spir.1.31, cf. Philum.Ven.15.6.
II hard to understand or reduce to theory, τέχνη Ph.Bel.49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de verse, apenas visible τρύπημα Hero Spir.1.31, ἀστήρ Gem.3.15, δῆγμα Philum.Ven.15.6, de la lengua del elefante, Ar.Byz.Epit.2.71, del bazo de la codorniz, Alex.Mynd.15W., cf. Ar.Byz.Epit.2.439, Ps.Callisth.1.46Γ (p.98), Dsc.4.133, Gal.2.398, 5.613, Basil.M.30.333C
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de observación Arist.HA 511b13.
2 desagradable a la vista πληγὴ ἀνίατός τε καὶ δ. Gr.Naz.M.35.1100D, glos. a δυσθέατος Sch.A.Th.978e.
3 difícil de entender ἡ τοῦ προειρημένου φύσις Plb.9.24.2, cf. 3.31.7, Ph.1.471, διαφορά Plu.Comp.Phil.Flam.3, αἰτία Plu.2.690f, μάθησις Plu.2.1020b, ὁ μὲν γὰρ χρόνος δυσθεώρητόν τι ἐστίν S.E.M.10.180, cf. Plu.2.1043a, Alex.Aphr.in Metaph.142.4, Febr.5.3, Iambl.VP 182, neutr. plu. subst., Phld.Rh.2.263Aur., Ph.2.84, Plu.2.718c, Eutoc.in Sph.Cyl.12
difícil de reducir a teoría τέχνη Ph.Bel.49.19
de difícil investigación ἡ περὶ πυρετῶν θεωρία por sus complejidad, Alex.Aphr.Febr.1.3.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu untersuchen, zu betrachten; Arist. H. A. 3, 2; Pol. 17, 13 u. sonst; Plut. S. N. V. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à examiner, à reconnaître.
Étymologie: δυσ-, θεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσθεώρητος: с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения (ἡ τοῦ αἵματος φύσις Arst.; ἡ ἑκάστου προαίρεσις Polyb.; αἰτία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεώρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσθεώρητος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῖρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)
αρχ.
δυσνόητος.