ματαιόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mataiofonos | |Transliteration C=mataiofonos | ||
|Beta Code=mataio/fwnos | |Beta Code=mataio/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=ματαιόφωνον, [[talking idly]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μαψίφωνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ματαιόφωνον, talking idly, Hsch. s.v. μαψίφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιόφωνος: -ον, ὁ ματαίως, ἀφρόνως ὁμιλῶν, ὁ μάταια φωνῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μαψίφωνος· ― οὐσιαστ. ματαιοφωνία, ἡ Σουΐδ. ἐν λέξ. κενοφωνία, Φώτ.
Greek Monolingual
ματαιόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψηλόφωνος].