πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygnamptos
|Transliteration C=polygnamptos
|Beta Code=polu/gnamptos
|Beta Code=polu/gnamptos
|Definition=ον, [[much-bent]], [[much-twisting]], μυχοί <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.27</span>; λαβύρινθοι <span class="title">AP</span>9.191; προχοαί <span class="bibl">Q.S.1.286</span>; [[curly]], σέλινον <span class="bibl">Theoc. 7.68</span>.
|Definition=πολύγναμπτον, [[much-bent]], [[much-twisting]], μυχοί Pi.''O.''3.27; λαβύρινθοι ''AP''9.191; προχοαί Q.S.1.286; [[curly]], σέλινον Theoc. 7.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύγναμπτος -ον &#91;[[πολύς]], [[γνάμπτω]]] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
|elnltext=πολύγναμπτος -ον &#91;[[πολύς]], [[γνάμπτω]]] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

πολύγναμπτον, much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.

Russian (Dvoretsky)

πολύγναμπτος:
1 весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2 вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).

English (Slater)

πολύγναμπτος meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. άγναμπτος, εύγναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

Middle Liddell

πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.