τετράγραμμος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetragrammos | |Transliteration C=tetragrammos | ||
|Beta Code=tetra/grammos | |Beta Code=tetra/grammos | ||
|Definition= | |Definition=τετράγραμμον, perhaps = [[τετράγωνος]], [[ὑποβώμιον]] Inscr. gr.et lat. de la Syrie i 153 (Cyrrhus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράγραμμον, perhaps = τετράγωνος, ὑποβώμιον Inscr. gr.et lat. de la Syrie i 153 (Cyrrhus).
German (Pape)
[Seite 1097] mit od. von vier Linien, Sp.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγραμμον
τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα του θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ, αλλ. τετραγράμματον
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα, τετραγράμματος
2. πιθ. τετράγωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ὁμόγραμμος].