ἐριβρύχης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erivrychis
|Transliteration C=erivrychis
|Beta Code=e)ribru/xhs
|Beta Code=e)ribru/xhs
|Definition=ου, Ep. εω, ὁ, = [[ἐρίβρυχος]] ([[loud-bellowing]], [[loud-braying]]), [[ταῦρος]] Hes. ''Th.'' 832 ; [[σῦς]] B. 5.116 ; [[πόντος]], [[λέων]], Oppian. ''H.'' 1.476, 709.
|Definition=ἐριβρύχου, Ep. εω, ὁ, = [[ἐρίβρυχος]] ([[loud-bellowing]], [[loud-braying]]), [[ταῦρος]] Hes. ''Th.'' 832 ; [[σῦς]] B. 5.116 ; [[πόντος]], [[λέων]], Oppian. ''H.'' 1.476, 709.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρύχης Medium diacritics: ἐριβρύχης Low diacritics: εριβρύχης Capitals: ΕΡΙΒΡΥΧΗΣ
Transliteration A: eribrýchēs Transliteration B: eribrychēs Transliteration C: erivrychis Beta Code: e)ribru/xhs

English (LSJ)

ἐριβρύχου, Ep. εω, ὁ, = ἐρίβρυχος (loud-bellowing, loud-braying), ταῦρος Hes. Th. 832 ; σῦς B. 5.116 ; πόντος, λέων, Oppian. H. 1.476, 709.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, = Folgdm, ταῦρος Hes. Th. 832; πόντος, λέων, Opp. H. 1, 476. 709.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρύχης: ου (ῡ) ὁ громко ревущий (ταῦρος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρύχης: ῡ, γεν. -ου, Ἐπικ. -εω, ὁ, = τῷ ἑπομ., ταύρου ἐριβρυχέω μένος ἄσχετον Ἡσ. Θ. 832· σῦς ἐριβρύχας Βακχυλ. 5. 116 (ἔκδ. Blass)· πόντος, λέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 476. 709.

Greek Monolingual

ἐριβρύχης, ὁ (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ταύρου έριβρυχέω μένος ἄσχετον», Ησίοδ.)
2. μτφ. (για το πέλαγος) («πόντον ἐριβρύχην» — τη θάλασσα που βρυχάται, που μουγκρίζει, Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρύχης (< βρυχώμαι)].

Greek Monotonic

ἐριβρύχης: [ῡ], γεν. -ου, Επικ. -εω, , = το επόμ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

= ἐρίβρῡχος, Hes.]