σκελεαγής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skeleagis | |Transliteration C=skeleagis | ||
|Beta Code=skeleagh/s | |Beta Code=skeleagh/s | ||
|Definition= | |Definition=σκελεαγές, ([[ἄγνυμι]]) [[with broken legs]], <b class="b3">σκελεαγεῖς ποιήσω</b>, ''Glossaria'' on [[γυιώσω]], Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; <b class="b3">τὸ σ.</b> [[fracture]] of the legs, ''Glossaria'' (σκελι-). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
σκελεαγές, (ἄγνυμι) with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, Glossaria on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Glossaria (σκελι-).
Greek (Liddell-Scott)
σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περιαγής].
German (Pape)
s. σκελιαγής.