συρφετός: Difference between revisions

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrfetos
|Transliteration C=syrfetos
|Beta Code=surfeto/s
|Beta Code=surfeto/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[anything dragged]] or [[swept together]], [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], <b class="b3">χόρτος καὶ σ</b>. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>606</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Ap.</span>109</span>, Plu.2.97f; <b class="b3">συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι</b> ib.811e; σ. ῥημάτων <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.218c</span>; cf. [[σύρμα]] <span class="bibl">1.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[mixed crowd]], [[mob]], [[rabble]], σ. δούλων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>489c</span>; <b class="b3">τῷ πολλῷ σ</b>. to the many-headed [[mob]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>152c</span>; <b class="b3">ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ</b>. <span class="bibl">Euphro 10.6</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.173a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of a single person, [[one of the mob]], <b class="b3">οὐ κομψός, ἀλλὰ σ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>288d</span>:—hence as adjective, of or like the [[mob]], [[vulgar]], <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span> p.86</span> D., Sch.Hermog. in <span class="bibl">Rh.4.40</span> W.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[anything dragged]] or [[swept together]], [[sweepings]], [[refuse]], [[litter]], <b class="b3">χόρτος καὶ σ.</b> Hes.''Op.''606, cf. Call.''Ap.''109, Plu.2.97f; <b class="b3">συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι</b> ib.811e; σ. ῥημάτων Jul.''Or.''7.218c; cf. [[σύρμα]] 1.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[mixed crowd]], [[mob]], [[rabble]], σ. δούλων [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 489c; <b class="b3">τῷ πολλῷ σ.</b> to the many-headed [[mob]], Id.''Tht.''152c; <b class="b3">ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ.</b> Euphro 10.6, cf. Jul.''Or.''5.173a.<br><span class="bld">b</span> of a single person, [[one of the mob]], <b class="b3">οὐ κομψός, ἀλλὰ σ.</b> Pl.''Hp.Ma.''288d:—hence as adjective, of or like the [[mob]], [[vulgar]], Simp. ''in Epict.'' p.86 D., Sch.Hermog. in Rh.4.40 W.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετός Medium diacritics: συρφετός Low diacritics: συρφετός Capitals: ΣΥΡΦΕΤΟΣ
Transliteration A: syrphetós Transliteration B: syrphetos Transliteration C: syrfetos Beta Code: surfeto/s

English (LSJ)

ὁ,
A anything dragged or swept together, sweepings, refuse, litter, χόρτος καὶ σ. Hes.Op.606, cf. Call.Ap.109, Plu.2.97f; συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι ib.811e; σ. ῥημάτων Jul.Or.7.218c; cf. σύρμα 1.2.
2 metaph., mixed crowd, mob, rabble, σ. δούλων Pl.Grg. 489c; τῷ πολλῷ σ. to the many-headed mob, Id.Tht.152c; ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Euphro 10.6, cf. Jul.Or.5.173a.
b of a single person, one of the mob, οὐ κομψός, ἀλλὰ σ. Pl.Hp.Ma.288d:—hence as adjective, of or like the mob, vulgar, Simp. in Epict. p.86 D., Sch.Hermog. in Rh.4.40 W.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tas d'immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρφετός -οῦ, ὁ [~ σύρω] kaf; Hes. Op. 606; overdr. van pers. gepeupel, uitvaagsel:. συρφετὸς... δούλων een uitvaagsel van slaven Plat. Grg. 489c.

German (Pape)

ὁ, = σύρφος, alles Zusammengeschleppte, Zusammengefegte, vom Winde Zusammengewehte, Kehricht, Unrat, Staub, Gemüll; χόρτος καὶ συρφετός, Heu und Spreu, Hes. O. 608. Auch von Menschen, ordnungslos zusammengelaufener Hause, Gesindel, ἐὰν συρφετὸς συλλεγῇ δούλων, Plat. Gorg. 489c; Sp. wie Luc. Hermot. 5.61, und öfter; vgl. Plat. Theaet. 152c; auch ein einzelner gemeiner, schlechter Mensch, Hipp. mai. 288d.

Russian (Dvoretsky)

συρφετός: ὁ Hes., Plat., Plut., Luc. = σύρφαξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος
μσν.-αρχ.
καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά.
αρχ.
1. ένας από τον όχλο («τοιοῦτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.)
2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή ο σχετικός με τον όχλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -ετός (πρβλ. νιφ-ετός, ὑετός)].

Greek Monotonic

συρφετός: ὁ (σύρω),
1. οτιδήποτε σύρεται ή φέρεται από τον άνεμο, ξερά φύλλα, φρύγανα, άχυρα· σκουπιδάκια, απορρίμματα, Λατ. quisquiliae, σε Ησίοδ.
2. μεταφ., ανάμικτο πλήθος, όχλος, λαοσύναξη, σε Πλάτ.· λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, ένας από τον όχλο (πρβλ. plebs eris του Ορατ.), στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετός: ὁ, = φορυτός, πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συρόμενον ἢ φερόμενον, ξηρὰ φύλλα, ἄχυρα καὶ τὰ τοιαῦτα, σωρὸς φρυγάνων, φρόκαλα, φρύσουλα, κτλ., Λατ. quisquiliae, χόρτος καὶ συρφετὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 604. Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 109, Πλούτ. 2. 97F· συρφετὸν ἡγεῖσθαί τι αὐτόθι 811D, πρβλ. σύρμα Ι. 2. 2) μεταφορ., ἀνάμικτον πλῆθος, ὄχλος. συρ. δούλων Πλάτ. Γοργ. 489C· τῷ πολλῷ σ., εἰς τὸν πολυκέφαλον ὄχλον, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 152C· ἐλθεῖν εἰς τοιοῦτον σ. Εὔφρων ἐν «Συνεφήβοις» 1. 6. β) ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου (πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου plebs cris), οὐ κομψός, ἀλλὰ σ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288D· ― ἐντεῦθεν ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐκ τοῦ ὄχλου ἢ ὅμοιος τῷ ὄχλῳ, κοινός, χυδαῖος, Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σελ. 325 Scwh., Ρήτορες (Walz) τ. 4, σ. 40. (Ἡ ῥίζα εἶναι προδήλως σύρω. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει τύπον οὐδέτερον σύρφος, «σύρφη· φρύγανα». Συγγενὲς τῷ σύρβη, τύρβη, turb?).

Middle Liddell

συρφετός, οῦ, ὁ, σύρω
1. anything swept together, sweepings, refuse, rubbish, litter, Lat. quisquiliae, Hes.
2. metaph. a mixed crowd, mob, rabble, Plat.: of a single person, one of the mob (cf. Hor. plebs eris), Plat.

English (Woodhouse)

mob, a motley crowd

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὅ,τι σέρνεται ἀπό τόν ἄνεμο, πλῆθος ἀνακατωμένο, ὄχλος). Ἀπό τό σύρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.