μωλύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molyo
|Transliteration C=molyo
|Beta Code=mwlu/w
|Beta Code=mwlu/w
|Definition=or [[μωλύνω]],<br><span class="bld">A</span> [[boil imperfectly]], [[parboil]], [[scald]], [[simmer]], πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα Arist.''GA''776a1 (μολυν- codd.); σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.''Mete.''381a21 ([[varia lectio|v.l.]] μεμολ-); of a herb, <b class="b3">μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ</b> Poet. [[deherb]].101, cf. 138; of [[half-roasted]] meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19 (μεμολ- codd.).<br><span class="bld">II</span> of ulcers, '[[go off the boil]]', [[fail to come to a head]], [[subside]], [[fade away]], σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. ''Epid.''7.3 ([[varia lectio|v.l.]] ἐμολ-) <b class="b3">; συνελειαίνετο</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπεχλιαίνετο]]) <b class="b3"> ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[κατεμωλύθη]]) <b class="b3"> καὶ οὐκ ἀπεπύησεν</b> ib.2.2.6 (= [[ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν]], Gal.17(1).328); <b class="b3">μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα</b>, Hp. ap. Gal.19.124; [[μεμωλυσμένους]] (-μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, <b class="b3">κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα</b> (μολ- codd.) [[φαίνεται]] latent and '[[simmering]]', Id.9.898; cf. [[μεμολυσμένως]].<br><span class="bld">2</span> [[relax]], μεμωλυσμένη· παρειμένη, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει]], Id.; <b class="b3">μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν</b>, Phryn.''PS''p.89 B.; <b class="b3">μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός</b>, ibid.; <b class="b3">δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη</b>, as expl. of [[μῶλυ]], Cleanth. ap. Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[μῶλυ]].<br><span class="bld">III</span> also of ulcers, [[become septic]], <b class="b3">ἢν ἕλκος γένηται... καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ</b> ([[μολυνθῇ]] codd., quod fort. legend.) Hp.''Steril.''213.<br><span class="bld">IV</span> [[falsa lectio|f.l.]] for [[μολεύειν]] ([[quod vide|q.v.]]) in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.2.2. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. [[l.c.]]; prob. derived from [[μῶλυς]], cf. Demetr.Lac.''Herc.''1014.58.)
|Definition=or [[μωλύνω]],<br><span class="bld">A</span> [[boil imperfectly]], [[parboil]], [[scald]], [[simmer]], πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα Arist.''GA''776a1 (μολυν- codd.); σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.''Mete.''381a21 ([[varia lectio|v.l.]] μεμολ-); of a herb, <b class="b3">μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ</b> Poet. [[deherb]].101, cf. 138; of [[half-roasted]] meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19 (μεμολ- codd.).<br><span class="bld">II</span> of ulcers, '[[go off the boil]]', [[fail to come to a head]], [[subside]], [[fade away]], σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. ''Epid.''7.3 ([[varia lectio|v.l.]] ἐμολ-); <b class="b3">συνελειαίνετο</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπεχλιαίνετο]]) <b class="b3"> ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[κατεμωλύθη]]) <b class="b3"> καὶ οὐκ ἀπεπύησεν</b> ib.2.2.6 (= [[ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν]], Gal.17(1).328); <b class="b3">μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα</b>, Hp. ap. Gal.19.124; [[μεμωλυσμένους]] (-μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, <b class="b3">κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα</b> (μολ- codd.) [[φαίνεται]] latent and '[[simmering]]', Id.9.898; cf. [[μεμολυσμένως]].<br><span class="bld">2</span> [[relax]], μεμωλυσμένη· παρειμένη, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει]], Id.; <b class="b3">μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν</b>, Phryn.''PS''p.89 B.; <b class="b3">μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός</b>, ibid.; <b class="b3">δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη</b>, as expl. of [[μῶλυ]], Cleanth. ap. Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[μῶλυ]].<br><span class="bld">III</span> also of ulcers, [[become septic]], <b class="b3">ἢν ἕλκος γένηται... καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ</b> ([[μολυνθῇ]] codd., quod fort. legend.) Hp.''Steril.''213.<br><span class="bld">IV</span> [[falsa lectio|f.l.]] for [[μολεύειν]] ([[quod vide|q.v.]]) in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.2.2. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. [[l.c.]]; prob. derived from [[μῶλυς]], cf. Demetr.Lac.''Herc.''1014.58.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 14:59, 25 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωλύω Medium diacritics: μωλύω Low diacritics: μωλύω Capitals: ΜΩΛΥΩ
Transliteration A: mōlýō Transliteration B: mōlyō Transliteration C: molyo Beta Code: mwlu/w

English (LSJ)

or μωλύνω,
A boil imperfectly, parboil, scald, simmer, πάσχει ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μωλυνόμενα Arist.GA776a1 (μολυν- codd.); σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα γίγνεται τῶν ἑφθῶν Id.Mete.381a21 (v.l. μεμολ-); of a herb, μωλυθεῖσα πυρὶ σμαλερῷ Poet. deherb.101, cf. 138; of half-roasted meat, [κρέα] πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα Hld.2.19 (μεμολ- codd.).
II of ulcers, 'go off the boil', fail to come to a head, subside, fade away, σκληρὰ καὶ ἄπεπτα πάντα ἐμωλύνθη Hp. Epid.7.3 (v.l. ἐμολ-); συνελειαίνετο (v.l. ἐπεχλιαίνετο) ταῦτα, καὶ ἐμωλύνθη (v.l. κατεμωλύθη) καὶ οὐκ ἀπεπύησεν ib.2.2.6 (= ἠφανίσθη καὶ κατὰ βραχὺ ἀπεμαράνθη· οὕτως γὰρ καλεῖ τὸ τῆς ὀξείας κινήσεως καὶ μεταβολῆς παυσάμενον καὶ ἀποψυχθέν, Gal.17(1).328); μωλυόμενα· κατὰ βραχὺ ἀπομαραινόμενα, Hp. ap. Gal.19.124; μεμωλυσμένους (-μολ- codd.)· ἔνιοι μὲν τοὺς κατεψυγμένους, ἔνιοι δὲ τοὺς ἐσκιρρωμένους καὶ λιθώδεις ᾠήθησαν, Gal.19.121; of certain diseases, κατὰ τὴν ἀρχὴν ὑποβρύχιά τε καὶ μωλυνόμενα (μολ- codd.) φαίνεται latent and 'simmering', Id.9.898; cf. μεμολυσμένως.
2 relax, μεμωλυσμένη· παρειμένη, Hsch. s.v. μῶλυς; μωλύεται· γηράσκει, Id.; μωλύειν· τὸ ἐκλύειν καὶ διέλκειν καὶ μαραίνειν, Phryn.PSp.89 B.; μωλύον κρέας· τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστός, ibid.; δι' οὗ μωλύονται αἱ ὁρμαὶ καὶ τὰ πάθη, as expl. of μῶλυ, Cleanth. ap. Apollon.Lex. s.v. μῶλυ.
III also of ulcers, become septic, ἢν ἕλκος γένηται... καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ ἀλλὰ μωλυνθῇ (μολυνθῇ codd., quod fort. legend.) Hp.Steril.213.
IV f.l. for μολεύειν (q.v.) in Thphr. HP 2.2.2. (μωλ- confirmed by the metre in Poet.de herb. ll.cc., and by Cleanth. l.c.; prob. derived from μῶλυς, cf. Demetr.Lac.Herc.1014.58.)

German (Pape)

[Seite 225] auch μωλύνω, entkräften, erschöpfen, im med. u. pass. schwächer werden, allmälig vergehen, Galen., VLL. erkl. ἀμβλύνειν καὶ κωλύειν, Hesych. aus Soph. fr. 620 μεμωλυσμένη, παρειμένη. – Vom Fleisch u. anderen Speisen, allmälig geröstet, gar werden, act. u. med., μωλύον κρέας wird B. A. 52 erkl. τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστώς; vgl. μωλυτὰ μέλη Maneth. 4, 254. So ist auch Heliod. 2, 19 κρέα πρὸς ὀλίγον τῷ πυρὶ μεμωλυσμένα für μεμολυσμένα zu schreiben, wie Arist, meteor. 4, 3 p. 381 a 21.

Greek (Liddell-Scott)

μωλύω: ἐπὶ κρέατος βαθμηδὸν μαραίνομαι, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χάνομαι, λυώνω (ψηνόμενον)· «μωλύον κρέας λέγεται τὸ ἠρέμα διαχεόμενον καὶ μὴ συνεστὼς» Α. Β. 52. 7· πρβλ. μωλύνομαι.

Greek Monolingual

μωλύω και μωλύνω (Α)
1. (για κρέας) λειώνω βαθμηδόν καθώς ψήνομαι
2. (συν. το μέσ.) μωλύομαι και μωλύνομαι
α) δεν βράζω τελείως, υποβράζω, σιγοβράζω
β) (για πληγές) i) δεν φθάνω σε ωρίμαση, μαραίνομαι, εξαφανίζομαι σιγά σιγά
ii) καταλήγω σε σήψη, γίνομαι σηπτικός («ἣν ἕλκος γένηται..., καὶ μὴ ταχὺ ὑγιανθῇ, ἀλλὰ μωλυνθῇ», Ιπποκρ.)
γ) μτφ. χαλαρώνω («μεμωλυσμένη
παρειμένη», Ησύχ.)
δ) (κατά τον Ησύχ.) «μωλύεται
γηράσκει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με τον τ. μῶλυς βλ. λ.].