πατριαρχία: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(a) |
(31) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ἡ, Patriarchat, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ἡ, Patriarchat, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πατριαρχεία]], ἡ, ΝΜ [[πατριάρχης]]<br /><b>1.</b> η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του πατριάρχη<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου [[είναι]] [[κάποιος]] [[πατριάρχης]], η [[θητεία]] του πατριάρχη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[υπεροχή]] του [[πατέρα]], η κυριαρχική [[θέση]] του [[μέσα]] στην [[οικογένεια]] και η απόλυτη [[υπακοή]] στις διαταγές του<br /><b>2.</b> <b>(κοινων.)</b> η [[κατά]] πατριές [[οργάνωση]] της πρωτόγονης κοινωνίας, [[κατά]] την οποία [[απόλυτος]] [[αρχηγός]] ήταν ο [[πατέρας]] της οικογένειας ή, σε ευρύτερη [[μορφή]], αυτός που θεωρούσαν αρχηγό του γένους, της [[πατριός]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[μητριαρχία]]<br /><b>3.</b> η [[διοίκηση]] μιας οικογενειακής ομάδας από έναν υπερήλικο άντρα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 535] ἡ, Patriarchat, Sp.
Greek Monolingual
και πατριαρχεία, ἡ, ΝΜ πατριάρχης
1. η αρχή και το αξίωμα του πατριάρχη
2. ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κάποιος πατριάρχης, η θητεία του πατριάρχη
νεοελλ.
1. η υπεροχή του πατέρα, η κυριαρχική θέση του μέσα στην οικογένεια και η απόλυτη υπακοή στις διαταγές του
2. (κοινων.) η κατά πατριές οργάνωση της πρωτόγονης κοινωνίας, κατά την οποία απόλυτος αρχηγός ήταν ο πατέρας της οικογένειας ή, σε ευρύτερη μορφή, αυτός που θεωρούσαν αρχηγό του γένους, της πατριός, σε αντιδιαστολή με την μητριαρχία
3. η διοίκηση μιας οικογενειακής ομάδας από έναν υπερήλικο άντρα.