χώομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep.:— to be [[angry]], [[wroth]], [[indignant]], Hom.; χωόμενος κῆρ, θυμόν Il.; [[κηρόθι]] Od.<br /><b class="num">1.</b> c. dat. pers. to be [[angry]] at one, ὅτε [[χώσεται]] [[ἀνδρί]] Il.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. pers. vel rei, χωόμενος γυναικός [[about]] or [[because]] of her, Il.; [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος Il.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. rei, only in the [[phrase]] μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]] be not [[angry]] with me for [[this]], Od.
|mdlsjtxt=Dep.:— to be [[angry]], [[wroth]], [[indignant]], Hom.; χωόμενος κῆρ, θυμόν Il.; [[κηρόθι]] Od.<br /><b class="num">1.</b> c. dat. pers. to be [[angry]] at one, ὅτε [[χώσεται]] [[ἀνδρί]] Il.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. pers. vel rei, χωόμενος γυναικός [[about]] or [[because]] of her, Il.; [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος Il.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. rei, only in the [[phrase]] μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]] be not [[angry]] with me for [[this]], Od.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώομαι Medium diacritics: χώομαι Low diacritics: χώομαι Capitals: ΧΩΟΜΑΙ
Transliteration A: chṓomai Transliteration B: chōomai Transliteration C: choomai Beta Code: xw/omai

English (LSJ)

Ep. imper. χώεο, v. infr.:
A Ep. impf. χώετο Il.21.306: fut. χώσομαι, 3sg. χώσεται, Lyc.362: aor. ἐχωσάμην, v. infr.: Ep. aor. subj. χώσεται Il.1.80:—Ep. Verb, to be angry, freq. in Hom. (esp. Il.), 21.519, al., Hes.Th.533: with the addition of θυμόν Il.16.616; κῆρ 1.44; κηρόθι Od.5.284; φρεσὶν ᾗσι Il.19.127; χ. θυμῷ h.Cer.330; χ. φρένας ἀμφί Hes.Th.554.—Construction:
1 c. dat. pers., to be angry at one, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80, al.
2 c. gen. pers. vel rei, χωόμενον κατὰ θυμὸν.. γυναικός about or because of her, ib.429, cf. 2.689; χώσατο δ' αἰνῶς ἀμφότερον νίκης τε καὶ ἔγχεος 13.165, etc.
3 c. acc. rei, only in the phrase μή μοι τόδε χώεο be not angry with me for this, Od.5.215; μὴ νύν μοι τόδε χώεο 23.213.
4 followed by ὅττι, χώσατο δ' Ἕκτωρ, ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός Il.14.406, 22.291.
5 with a Prep., περὶ βουσί (ν) Hes.Sc.12, h.Merc.236.

German (Pape)

[Seite 1386] fut. χώσομαι, aor. ἐχωσάμην, zürnen, unwillig sein, werden; oft bei Hom., bes. in der Il.; ἔτι μᾶλλον χώετο Πηλείωνι 21, 306; θεά, μή μοι τόδε χώεο, zürne mir nicht deswegen, Od. 5, 215, wie 23, 213; öfters in Vrbdg mit θυμόν, κῆρ, auch φρεσίν, Il. 19, 127; θυμῷ H. h. Cer. 331; φρένας Hes. Th. 554; θυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, er zürnt im Herzen um den Gefährten, Il. 20, 19; und so oft mit dem gen. der Person oder Sache, um deren willen man zürnt, 1, 429. 2, 689. 13, 662. 16, 553. 20, 29. 21, 457. 23, 37; seltner περί τινος, 9, 449. 14, 266, wo jetzt περιχώσατο steht; περί τινι Hes. Sc. 12; H. h. Merc. 236; einzeln auch bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

f. χώσομαι, ao. ἐχωσάμην, pf. inus.
être irrité ou mécontent, s'irriter, se fâcher : θυμόν IL, κῆρ IL, φρεσὶν ᾖσιν IL, κηρόθι, être irrité au fond du cœur ; τινι, contre qqn ; τινος, rar. περί τινος, au sujet de qqn ou de qch ; μή μοι τόδε χώεο OD ne t'irrite pas contre moi à cause de cela.
Étymologie: DELG pê apparenté à χέω.

Russian (Dvoretsky)

χώομαι: сердиться, негодовать (τινι Hom.): χ. κῆρ (κηρόθι, θυμόν или φρεσίν) Hom., χ. θυμῷ HH и χ. φρένας Hes. воспылать гневом, (раз)гневаться на кого-л.; χ. τινος или τι Hom. и περί τινι HH, Hes. сердиться из-за кого(чего)-л.

Greek (Liddell-Scott)

χώομαι: Ἐπικ. προστ. χώεο, ἴδε κατωτ.· Ἐπικ. παρατ. χώετο Ἰλ. Φ. 306· ― μέλλ. χώσομαι Α. 80 (ἔνθατύπος χώσεται δύναται νὰ εἶναι Ἐπικ. ἀόρ. ὑποτ.), Λυκόφρ. 362· ― ἀόρ. ἐχωσάμην, ἴδε κατωτ.· ἀποθ. Ρῆμα Ἐπικ. ὡς τὸ χολόομαι, ὀργίζομαι, θυμώνω, ἀγανακτῶ, «χολιάζω», συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), π. χ. Φ. 519, καὶ ἐν Ἡσ. Θεογ. 533 συχν. τῇ προσθήκῃ τοῦ θυμὸν Ἰλ. Π. 616· κῆρ Α. 44· κηρόθι Ὀδ. Ε. 284· φρεσὶν ᾖσιν Ἰλ. Τ. 127· χ. θυμῷ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· χ. φρένας Ἡσ. Θεογ. 554· σπανιώτερον, ταράττομαι, δυσαρεστοῦμαι, Ἰλ. Ξ. 406, Χ. 291. ― Συντάσσεται: 1) μετὰ δοτ. προσ., ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι Α. 80, κλπ. 2) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ., χωόμενον κατὰ θυμὸν .. γυναικὸς Α. 429, πρβλ. 2. 689· χώσατο δ’ αἰνῶς .. νίκης τε καὶ ἔγχεος Ν. 165, κλπ.· ― σπανιώτερον, ὅς μοι παλακίδος πέρι χώσατο Ι. 449, πρβλ. 266 (ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις ὁ Wolf γράφει περιχώσατο ὡς μίαν λέξιν, πρβλ. περιχώομαιπερί τινι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 12, Ὕμν. Ὁμ. Ἑρμ. 236. 3) μετ’αἰτ. πράγμ., μόνον ἐν τῇ φράσει μή μοι τόδε χώεο, μὴ ὀργίζου ἐναντίον μου διὰ τοῦτο, Ὀδ. Ε. 215· μή νύν μοι τόδε χώεο· Ψ. 213.

English (Autenrieth)

(χέω), imp. χώεο, ipf. χώετο, aor. (ἐ)χώσατο, subj. χώσεται, part. -άμενος: be agitated, troubled, angered; κῆρ, (κατὰ) θῦμόν, φρεσίν, and w. dat. of the person, Il. 1.80, Il. 9.555; causal gen. of thing or person, Il. 1.429.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.)
1. οργίζομαι, θυμώνω
2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι
3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου
4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός όσο και η σημ. του ρ. (πρβλ. χωόμενος «συγχεόμενος», Αρίσταρχος) οδηγούν στη σύνδεση του με το ρ. χέω. Ο σχηματισμός του τ., εξάλλου, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα χω- της ρίζας του χέω θυμίζει ανάλογους μεταρρηματικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. πλέω: πλώω, ῥώομαι].

Greek Monotonic

χώομαι: Επικ. προστ. χώεο· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. χώετο· μέλ. χώσομαι, αόρ. αʹ ἐχωσάμην, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. χώσεται· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, αγανακτώ, σε Όμηρ.· χωόμενος κῆρ, θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· κηρόθι, σε Ομήρ. Οδ.
1. με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, ὅτε χώσεται ἀνδρί, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν. προσ. ή πράγμ., χωόμενος γυναικός, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· χώσατο δ' αἰνῶς νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.
3. με αιτ. πράγμ., μόνο στη φράση, μή μοι τόδε χώεο, μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Dep.:— to be angry, wroth, indignant, Hom.; χωόμενος κῆρ, θυμόν Il.; κηρόθι Od.
1. c. dat. pers. to be angry at one, ὅτε χώσεται ἀνδρί Il.
2. c. gen. pers. vel rei, χωόμενος γυναικός about or because of her, Il.; χώσατο δ' αἰνῶς νίκης τε καὶ ἔγχεος Il.
3. c. acc. rei, only in the phrase μή μοι τόδε χώεο be not angry with me for this, Od.

Frisk Etymology German

χώομαι: {khṓomai}
Forms: Aor. χώσασθαι,
Grammar: v.
Meaning: zürnen, unwillig sein (ep. seit Il.).
Composita: auch m. ἐπι-, περι-,
Etymology: Bildung wie ῥώομαι (s.d. m. Lit.), πλώω; so mit Deverbativ von χέω? So schon Aristarch (χωόμενος = συγχεόμενος); s. Curtius 205 und Bq, dazu noch WP. 1, 563 f. (Pok. 448) m. Weiterem. Zur Form noch Chantraine Gramm. hom. 1, 365; zur Bed. bei Hom. Adkins JHSt. 89, 13ff.
Page 2,1125

Mantoulidis Etymological

(=ὀργίζομαι, χολιάζω). Ἀπό τό χέω. Ἀρχικά ἦταν χωϝομαι (χέϝω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χέω.