πύργωμα: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrgoma
|Transliteration C=pyrgoma
|Beta Code=pu/rgwma
|Beta Code=pu/rgwma
|Definition=-ατος, τό, [[that which is furnished with towers]], [[fenced city]], Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.''Ph.''287: pl., [[fenced walls]], A.''Th.''30,251,469, E.''Cyc.''115, ''Hel.'' 51.
|Definition=-ατος, τό, [[that which is furnished with towers]], [[fenced city]], Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]7.140 (pl.), E.''Ph.''287: pl., [[fenced walls]], A.''Th.''30,251,469, E.''Cyc.''115, ''Hel.'' 51.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύργωμα Medium diacritics: πύργωμα Low diacritics: πύργωμα Capitals: ΠΥΡΓΩΜΑ
Transliteration A: pýrgōma Transliteration B: pyrgōma Transliteration C: pyrgoma Beta Code: pu/rgwma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is furnished with towers, fenced city, Orac. ap. Hdt.7.140 (pl.), E.Ph.287: pl., fenced walls, A.Th.30,251,469, E.Cyc.115, Hel. 51.

German (Pape)

[Seite 821] τό, das Gethürmte, der Thurm; Aesch. Spt. 30. 233. 451; ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός, Eur. Phoen. 294, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage en forme de fortification.
Étymologie: πυργόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύργωμα -ατος, τό [πυργόω] met torens of een muur versterkte stad, vesting, plur. (stads-, vesting-)muren.

Russian (Dvoretsky)

πύργωμα: ατος τό воен. укрепление, твердыня Her., Aesch., Eur.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πυργῶ
1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)
2. στον πληθ. τα πυργώματα
τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

πύργωμα: -ατος, τό (πυργόω), αυτός που εφοδιάζεται με πύργους, οχυρωμένη, τειχισμένη πόλη, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ευρ.· στον πληθ., τείχη που έχουν πύργους, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πύργωμα: τό, τὸ ἐφωδιασμένον μὲ πύργους, πόλις τετειχισμένη καὶ ὠχυρωμένη διὰ πύργων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, Εὐρ. Φοίν. 287· - ἐν τῷ πληθ., τείχη ἔχοντα πύργους, Αἰσχύλ. Θήβ. 33. 251, 469, Εὐρ.

Middle Liddell

πύργωμα, ατος, τό, πυργόω
that which is furnished with towers, a fenced city, Orac. ap. Hdt., Eur.:—in pl. fenced walls, Aesch., Eur.