ἔγκριτος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkritos | |Transliteration C=egkritos | ||
|Beta Code=e)/gkritos | |Beta Code=e)/gkritos | ||
|Definition=ἔγκριτον, [[admitted]], [[accepted]], Pl.''Lg.''966d, ''IG''12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in ''Rh.Mus.''58.106. | |Definition=ἔγκριτον, [[admitted]], [[accepted]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''966d, ''IG''12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in ''Rh.Mus.''58.106. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:33, 23 March 2024
English (LSJ)
ἔγκριτον, admitted, accepted, Pl.Lg.966d, IG12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in Rh.Mus.58.106.
Spanish (DGE)
-ον
1 aceptado, admitido de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.Lg.966d
•subst. οἱ ἔγκριτοι los admitidos al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.Strom.6.15.126
•de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.Dem.Enc.3.
2 escogido, selecto ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas IG 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ ἄχραντος καὶ ἔ. ... δόξα ref. el Espíritu Santo, Didym.Trin.2.1.11
•subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. el elegido de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν Cat.Cod.Astr.9(1).176.26.
3 auténtico, genuino τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A.
German (Pape)
[Seite 710] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκρῐτος: досл. избранный, перен. проверенный, испытанный (πρὸς ἀρετήν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκριτος: -ον, ὁ ἐγκριθείς, ὁ γενόμενος δεκτός, Πλατ. Νόμ. 966D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι
όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)
αρχ.
αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.