μικρόφρων: Difference between revisions
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "müthig" to "mütig") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, kleinmütig, D. Cass. 61, 5; – μικροφρόνως verwirft Poll. 4, 15. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 05:40, 14 November 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) small-minded, D.C.61.5, Max.Tyr.41.5 (σμ-). Adv. μικροφρόνως Poll.4.15.
German (Pape)
[Seite 185] ον, von kleinlicher, niedriger Gesinnung, kleinmütig, D. Cass. 61, 5; – μικροφρόνως verwirft Poll. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ταπεινὰ φρονῶν, ἔχων ταπεινὸν φρόνημα, χαμερπής, Δίων Κ. 61. 5. - Ἐπίρρ. -φρόνως, μικροπρεπῶς, Πολυδ. Δ΄, 15.
Greek Monolingual
μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων
2. μικροπρεπής, χαμερπής.
επίρρ...
μικροφρόνως (Α)
με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].