λευκωματικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkomatikos | |Transliteration C=lefkomatikos | ||
|Beta Code=leukwmatiko/s | |Beta Code=leukwmatiko/s | ||
|Definition=λευκωματική, λευκωματικόν, [[good for]] λεύκωμα | |Definition=λευκωματική, λευκωματικόν, [[good for leucoma]] ([[λεύκωμα]] ΙΙ.2), [[κολλούριον|κολλούρια]] Paul.Aeg.3.22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκωματικός]], -ή, -ον (Μ) [[λεύκωμα]]<br />[[θεραπευτικός]] για το [[λεύκωμα]] του ματιού. | |mltxt=[[λευκωματικός]], -ή, -ον (Μ) [[λεύκωμα]]<br />[[θεραπευτικός]] για το [[λεύκωμα]] του ματιού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:13, 20 November 2024
English (LSJ)
λευκωματική, λευκωματικόν, good for leucoma (λεύκωμα ΙΙ.2), κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
Greek Monolingual
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.