κακομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakometritos
|Transliteration C=kakometritos
|Beta Code=kakome/trhtos
|Beta Code=kakome/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">illmeasured</b>: <b class="b3">τὸ κ</b>., = sq., <span class="bibl">Eust.1644.32</span>.</span>
|Definition=κακομέτρητον, [[illmeasured]] ; τὸ κ., = [[κακομετρία]] ([[short measure]], [[false metre]]), Eust. 1644.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] schlecht gemessen, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] schlecht gemessen, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''κακομέτρητος''': -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακομέτρητος]], -ον) [[κακομετρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[μετρημένος]] εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος<br /><b>αρχ.</b><br />([[μετρική]]) [[στίχος]] [[κακώς]] [[μετρημένος]], που έχει [[κακό]], εσφαλμένο [[μέτρο]].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομέτρητος Medium diacritics: κακομέτρητος Low diacritics: κακομέτρητος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kakométrētos Transliteration B: kakometrētos Transliteration C: kakometritos Beta Code: kakome/trhtos

English (LSJ)

κακομέτρητον, illmeasured ; τὸ κ., = κακομετρία (short measure, false metre), Eust. 1644.32.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht gemessen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κακομέτρητος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακομέτρητος, -ον) κακομετρώ
νεοελλ.
ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος
αρχ.
(μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο.