καθαυτό: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(b)
 
(18)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1282.png Seite 1282]] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=και [[καθεαυτό]] και καθεαυτού<br /><b>επίρρ.</b> (σε [[συνεκφορά]] με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις [[είναι]] [[καθαυτό]] [[τρέλα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἑαυτὸ</i> με [[κράση]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1282] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.

Greek Monolingual

και καθεαυτό και καθεαυτού
επίρρ. (σε συνεκφορά με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις είναι καθαυτό τρέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑαυτὸ με κράση].