λιμοθνής: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limothnis | |Transliteration C=limothnis | ||
|Beta Code=limoqnh/s | |Beta Code=limoqnh/s | ||
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, [[dying of hunger]], A.''Ag.''1274. | |Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, [[dying of hunger]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1274. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 21:50, 29 October 2024
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, dying of hunger, A.Ag.1274.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
qui meurt de faim.
Étymologie: λιμός, θνῄσκω.
German (Pape)
[ῑ], ῆτος, vor Hunger sterbend, Aesch. Ag. 1274.
Russian (Dvoretsky)
λῑμοθνής: ῆτος adj. умирающий с голоду (πτωχός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λῑμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, ἀποθνήσκων ἐκ τῆς πείνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274.
Greek Monolingual
λιμοθνής, -ῆτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πεθαίνει από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -θνής (< θνήσκω), πρβλ. ανδροθνής, χειμοθνής].
Greek Monotonic
λῑμοθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει από πείνα, σε Αισχύλ.