ἀσύμβατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] [[unvereinbar]], [[τὸ ἀσύμβατον]], [[Abneigung gegen einen Vergleich]], Thuc. 3, 46; [[κοινολογία]], eine [[Unterhandlung]], bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; [[τραῦμα]], eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. [[ἀσυμβάτως]], ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] [[unvereinbar]], [[τὸ ἀσύμβατον]], [[Abneigung]] gegen einen [[Vergleich]], Thuc. 3, 46; [[κοινολογία]], eine [[Unterhandlung]], bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; [[τραῦμα]], eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. [[ἀσυμβάτως]], ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμβαίνω]]<br />not [[coming]] to terms, Thuc.:—adv., -τως ἔχειν to be [[irreconcilable]], Plut.
|mdlsjtxt=[[συμβαίνω]]<br />not [[coming]] to terms, Thuc.:—adv., -τως ἔχειν to be [[irreconcilable]], Plut.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[conditionum pacis detrectatio]]'', [[rejection of terms of peace]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.46.3/ 3.46.3].
}}
{{trml
|trtx====[[irreconcilable]]===
Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: [[onverzoenlijk]], [[irreconciliabel]], [[onverenigbaar]]; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: [[irréconciliable]]; German: [[unversöhnlich]], [[unvereinbar]], [[unverträglich]]; Greek: [[ασυμβίβαστος]]; Ancient Greek: [[ἀδιάλλακτος]], [[ἀδιάλυτος]], [[ἀκατάλλακτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀξύμβατος]], [[ἀσύμβατος]], [[ἀσυμβίβαστος]], [[ἀφιλίωτος]], [[εὔπταιστος]]; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: [[irreconciliabile]]; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: [[dissociabilis]]; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: [[irreconciliável]]; Romanian: ireconciliabil; Russian: [[непримиримый]]; Spanish: [[irreconciliable]]; Ukrainian: непримиримий, непримиренний
}}
}}

Latest revision as of 15:36, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμβᾰτος Medium diacritics: ἀσύμβατος Low diacritics: ασύμβατος Capitals: ΑΣΥΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: asýmbatos Transliteration B: asymbatos Transliteration C: asymvatos Beta Code: a)su/mbatos

English (LSJ)

Att. ἀξύμβατος, ον,
A that does not produce agreement, not coming to terms, τὸ ἀξ. Th.3.46; ἀσύμβατος ἐχθρός Ph.1.223; ἀντίθεσις ἀσύμβατος = irreconcilable, Plu.2.946e, cf. Procl. Inst.28, Dam.Pr.5. Adv. ἀσυμβάτως = irreconcilably, ἀσυμβάτως ἔχειν to be irreconcilable, Ph.Fr.24 H., Plu.Cic.46: neut. Pl. as adverb, ἀσύμβατα μνησικακοῦντες Ph.2.520.
2 not comparable, disparate: εἰς ἕτερα ἀσύμβατα = incongruous in other respects, Gal.5.540.
3 τραῦμα ἀσύμβατον = wound that will not close up, that will not heal, Aret.CA2.2.
II Act., bringing no agreement, κοινολογία Plb.15.9.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀξύμβατος Th.3.46
I 1que no se puede juntar, irreconciliable ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, ἀντίθεσις ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.in Phlb.46, cf. Procl.Inst.28, Dam.Pr.5
πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras Gal.5.540
neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable Ph.2.520.
2 que no llega a un acuerdo ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1
subst. τὸ ἀσύμβατον = falta de acuerdo Th.l.c.
3 medic. τρῶμα ἀσύμβατον = herida que no se cierra Aret.CA 2.2.9.
II adv. ἀσυμβάτως = sin acuerdo ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.Fr.24, cf. Plu.Cic.46.

German (Pape)

[Seite 380] unvereinbar, τὸ ἀσύμβατον, Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; κοινολογία, eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; τραῦμα, eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut se réunir ; fig. qui ne peut s'accorder, qui ne se prête à aucun accommodement, irréconciliable ; τὸ ἀσύμβατον THC dispositions irréconciliables.
Étymologie: , συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύμβᾰτος: староатт. ἀξύμβᾰτος 2 несговорчивый, непримиримый (ἀντίθεσις Plut.): ἀσύμβατον ποιεῖσθαι τὴν κοινολογίαν Polyb. не приходить ни к какому соглашению.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμβᾰτος: παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, ἀσυμβίβαστος, ἡμῖν τε πῶς οὐ βλάβη δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν ἀντίθεσις, πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, ἀδιάλλακτος, Πλούτ. 2. 946Ε· - τραῦμα ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. ἄνευ συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύμβατος και αττ. ἀξύμβατος, -ον) συμβαίνω
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό προς ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις
2. «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια γεωμετρία, οι ευθείες που δεν είναι παράλληλες και δεν τέμνονται
αρχ.
1. αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον
2. εκείνος που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή συμφωνία
3. (για τραύμα) που δύσκολα θεραπεύεται.

Greek Monotonic

ἀσύμβᾰτος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον (συμβαίνω), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., -τως ἔχειν, είμαι αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, σε Σοφ.

Middle Liddell

συμβαίνω
not coming to terms, Thuc.:—adv., -τως ἔχειν to be irreconcilable, Plut.

Lexicon Thucydideum

conditionum pacis detrectatio, rejection of terms of peace, 3.46.3.

Translations

irreconcilable

Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний