κισσώδης: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kissodis
|Transliteration C=kissodis
|Beta Code=kissw/dhs
|Beta Code=kissw/dhs
|Definition=ες, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κίσσα 11) <b class="b2">longing like pregnant women</b>, Dsc.5.6.14.</span>
|Definition=ες, ([[κίσσα]] II) [[longing like pregnant women]], Dsc.5.6.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ες, = [[κισσοειδής]], epheuartig. – Von [[κίσσα]], mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ες, = [[κισσοειδής]], epheuartig. – Von [[κίσσα]], mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''κισσώδης''': -ες, ([[εἶδος]], [[κίσσα]] ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κίσσα]] (II)]<br />([[ιδίως]] για έγκυο [[γυναίκα]]) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.<br /><b>(II)</b><br />[[κισσώδης]], -ῶδες (Α) [[κισσός]]<br />πλεγμένος με κισσό, [[κισσόπλεκτος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσώδης Medium diacritics: κισσώδης Low diacritics: κισσώδης Capitals: ΚΙΣΣΩΔΗΣ
Transliteration A: kissṓdēs Transliteration B: kissōdēs Transliteration C: kissodis Beta Code: kissw/dhs

English (LSJ)

ες, (κίσσα II) longing like pregnant women, Dsc.5.6.14.

German (Pape)

[Seite 1443] ες, = κισσοειδής, epheuartig. – Von κίσσα, mit krankhaftem Gelüst nach ungewöhnlichen Speisen behaftet, wie schwangere Frauen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κισσώδης: -ες, (εἶδος, κίσσα ΙΙ) πάσχων ἐκ σφοδρᾶς ἐπιθυμίας ἀσυνήθων καὶ ἀλλοκότων βρωμάτων, ἰδίως ἐπὶ ἐγκύου γυναικός, Διοσκ. 5. 12.

Greek Monolingual

(I)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κίσσα (II)]
(ιδίως για έγκυο γυναίκα) αυτή που επιθυμεί ασυνήθιστα φαγητά.
(II)
κισσώδης, -ῶδες (Α) κισσός
πλεγμένος με κισσό, κισσόπλεκτος.