μεγαλορρήμων: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. | |lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. [[μεγαλορρημόνως]], Πολυδ. Θ΄, 147· ― [[μεγαλορρημονέω|μεγᾰλορρημονέω]], εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― [[μεγαλορρημονία]], ἡ, [[καύχησις]], [[κομπορρημοσύνη]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ [[μεγαλορρημοσύνη|μεγᾰλορρημοσύνη]], ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 21:19, 5 March 2024
English (LSJ)
μεγαλορρήμον, gen. ονος, talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, arrogant, Philostr.VA6.11. Adv. μεγαλορρημόνως = arrogantly Poll.9.147.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλορρήμων: -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι μεγαλορρήμων, καυχηματίας, Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, καύχησις, κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλορρήμων, -ον)
αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος
αρχ.
(με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης.
επίρρ...
μεγαλορρημόνως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπορρήμων].
German (Pape)
ον, großsprecherisch, Vetera Lexica
• Adv., Poll. 9.147.