πηνίκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(13_5)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, jetzt meist [[πηνήκη]] geschrieben (scheint nur andere Form von [[φενάκη]]), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), <b class="b2">falsches Haar</b>, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέθετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ἡ, jetzt meist [[πηνήκη]] geschrieben (scheint nur andere Form von [[φενάκη]]), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), [[falsches Haar]], Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέθετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.
}}
{{elru
|elrutext='''πηνίκη:''' ἡ v. l. = [[πηνήκη]].
}}
{{ls
|lstext='''πηνίκη''': ἡ, [[φενάκη]], Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «[[πηνίκη]]: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ [[κόμη]]. [[ἔνθεν]] καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς [[κόμης]] τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ [[προκόμιον]], τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ [[πηνίκη]], τὸ [[πηνήκη]] καὶ τὸ [[φενάκη]] συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ [[πηνίκη]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[φενάκη]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πηνήκη]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, jetzt meist πηνήκη geschrieben (scheint nur andere Form von φενάκη), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), falsches Haar, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέθετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.

Russian (Dvoretsky)

πηνίκη: ἡ v. l. = πηνήκη.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίκη: ἡ, φενάκη, Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «πηνίκη: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ κόμη. ἔνθεν καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ προκόμιον, τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ πηνίκη, τὸ πηνήκη καὶ τὸ φενάκη συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ πηνίκη εἶναι ἁπλῶς ἕτερος τύπος ἀντὶ τοῦ φενάκη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πηνήκη.