δορυάλωτος: Difference between revisions

(c2)
(CSV import)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doryalotos
|Transliteration C=doryalotos
|Beta Code=dorua/lwtos
|Beta Code=dorua/lwtos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[δοριάλωτος]].</span>
|Definition=v. [[δοριάλωτος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0659.png Seite 659]] = [[δοριάλωτος]]; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0659.png Seite 659]] = [[δοριάλωτος]]; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>réc. c.</i> [[δοριάλωτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορυάλωτος:''' Xen., Isocr.; [[varia lectio|v.l.]] Plut. = [[δοριάλωτος]].
}}
{{ls
|lstext='''δορυάλωτος''': ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[δοριάλωτος]],
}}
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[δοριάλωτος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=λανθασμένη [[γραφή]], [[ἀντί]] [[δοριάλωτος]] (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τό [[δόρυ]] + [[ἁλῶναι]] τοῦ [[ἁλίσκομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 14 October 2022

English (LSJ)

v. δοριάλωτος.

German (Pape)

[Seite 659] = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. δοριάλωτος.

Russian (Dvoretsky)

δορυάλωτος: Xen., Isocr.; v.l. Plut. = δοριάλωτος.

Greek (Liddell-Scott)

δορυάλωτος: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ δοριάλωτος,

Greek Monolingual

βλ. δοριάλωτος.

Mantoulidis Etymological

λανθασμένη γραφή, ἀντί δοριάλωτος (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τό δόρυ + ἁλῶναι τοῦ ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.