κέδματα: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(c1) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kedmata | |Transliteration C=kedmata | ||
|Beta Code=ke/dmata | |Beta Code=ke/dmata | ||
|Definition=ων, τά, word of doubtful meaning in Hp. | |Definition=ων, τά, word of doubtful meaning in Hp.Aër.22, ''Loc. Hom.''10, ''Epid.''6.5.15, 7.122, ''Morb.''1.3; expld. by Gal.19.111, Erot., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], as [[arthritic affections]]; applied to [[aneurism]] of the vena cava by Aret.''SA''2.8: sg., Hp. ap. Erot.''Fr.''54 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] τά, Flüsse, Gliederreißen, bes. in den Hüften, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] τά, Flüsse, Gliederreißen, bes. in den Hüften, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κέδματα''': -ων, τά, νοσώδη τινὰ [[πάθη]], ἀσαφῶς ἀναφερόμενα παρ’ Ἱππ. (συνάπτονται κέδ. καὶ [[ἰσχιάς]], κέδ. καὶ [[ποδάγρα]], κέδ. καὶ βουβὼν) π. Ἀέρ. 193 ([[ὡσαύτως]] ἐν Ἀπιδ. 1240), ὡς προκύπτοντα ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας τῶν Σκυθῶν·- ὁ Ἀρεταῖ. (Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 8) ἐφαρμόζει τὸν ὅρον τοῦτον εἰς ἀνευερυσμούς, [[ἤτοι]] κατ’ εὖρος διαστολὰς τῆς κοίλης φλεβός, ληγούσας εἰς διάρρηξιν καὶ αἰφνίδιον θάνατον· καὶ αὕτη ἡ [[ἑρμηνεία]] δύναται νὰ δοθῇ εἰς τὴν λέξιν παρ’ Ἱππ.: ἀνευρυσμοὶ ἢ κατ’ εὖρος διαστολαὶ τῶν φλεβῶν, χρόνιοι ἐξογκώσεις ἢ συρροὴ ὑγρῶν· ὁ Γαλην. καὶ Ἐρωτιαν. ὀλίγον μᾶς βοηθοῦσι· τὸ δὲ [[χωρίον]] τοῦ Ἡσυχ. ἐν λέξει [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, «αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νόσοι περὶ τὰ ἄρθρα». | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κέδματα -ων, τά gewrichtsontsteking (bet. onzeker). | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n. pl.<br />Meaning: Hp.; acc. to Gal., Erot. and H. = <b class="b3">αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα</b>;<br />Derivatives: [[κεδματώδης]] (Hp. ap. Erot.; uncertain).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: By Prellwitz (and Bq) connected with <b class="b3">κεδάσ(σ)αι</b> [[tear apart]]; one would expect <b class="b3">-κεδά(σ)ματα</b>; it fits neither form nor meaning (DELG). | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κέδματα''': {kédmata}<br />'''Grammar''': n. pl. (Hp.),<br />'''Meaning''': nach Gal., Erot. und H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;<br />'''Derivative''': davon [[κεδματώδης]] (Hp. ap. Erot.; nicht sicher).<br />'''Etymology''': Von Prellwitz (und Bq) als [[Gliederreißen]] mit κεδάσ(σ)αι verknüpft; man hätte indessen -κεδά(σ)ματα erwartet.<br />'''Page''' 1,807-808 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 13 October 2024
English (LSJ)
ων, τά, word of doubtful meaning in Hp.Aër.22, Loc. Hom.10, Epid.6.5.15, 7.122, Morb.1.3; expld. by Gal.19.111, Erot., Hsch., as arthritic affections; applied to aneurism of the vena cava by Aret.SA2.8: sg., Hp. ap. Erot.Fr.54 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1410] τά, Flüsse, Gliederreißen, bes. in den Hüften, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κέδματα: -ων, τά, νοσώδη τινὰ πάθη, ἀσαφῶς ἀναφερόμενα παρ’ Ἱππ. (συνάπτονται κέδ. καὶ ἰσχιάς, κέδ. καὶ ποδάγρα, κέδ. καὶ βουβὼν) π. Ἀέρ. 193 (ὡσαύτως ἐν Ἀπιδ. 1240), ὡς προκύπτοντα ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας τῶν Σκυθῶν·- ὁ Ἀρεταῖ. (Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 8) ἐφαρμόζει τὸν ὅρον τοῦτον εἰς ἀνευερυσμούς, ἤτοι κατ’ εὖρος διαστολὰς τῆς κοίλης φλεβός, ληγούσας εἰς διάρρηξιν καὶ αἰφνίδιον θάνατον· καὶ αὕτη ἡ ἑρμηνεία δύναται νὰ δοθῇ εἰς τὴν λέξιν παρ’ Ἱππ.: ἀνευρυσμοὶ ἢ κατ’ εὖρος διαστολαὶ τῶν φλεβῶν, χρόνιοι ἐξογκώσεις ἢ συρροὴ ὑγρῶν· ὁ Γαλην. καὶ Ἐρωτιαν. ὀλίγον μᾶς βοηθοῦσι· τὸ δὲ χωρίον τοῦ Ἡσυχ. ἐν λέξει εἶναι ἐφθαρμένον, «αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νόσοι περὶ τὰ ἄρθρα».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέδματα -ων, τά gewrichtsontsteking (bet. onzeker).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: Hp.; acc. to Gal., Erot. and H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;
Derivatives: κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; uncertain).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Prellwitz (and Bq) connected with κεδάσ(σ)αι tear apart; one would expect -κεδά(σ)ματα; it fits neither form nor meaning (DELG).
Frisk Etymology German
κέδματα: {kédmata}
Grammar: n. pl. (Hp.),
Meaning: nach Gal., Erot. und H. = αἱ χρονιώτεραι διαθέσεις νοσώδεις περὶ τὰ ἄρθρα;
Derivative: davon κεδματώδης (Hp. ap. Erot.; nicht sicher).
Etymology: Von Prellwitz (und Bq) als Gliederreißen mit κεδάσ(σ)αι verknüpft; man hätte indessen -κεδά(σ)ματα erwartet.
Page 1,807-808