ξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksiraino
|Transliteration C=ksiraino
|Beta Code=chrai/nw
|Beta Code=chrai/nw
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. ξηρᾰνῶ E.''Cyc.''575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.''Epid.''2.3.2, but ἐξήρηνα Id.''Hum.''1, ''Mul.''2.112, Aret.''CD''1.3:—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. [[ξηρανοῦμαι]] in same sense, Hp.''Aff.''25, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''356b25: aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.''Epid.''5.30, [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 31e: pf. ἐξήρασμαι Hp.''Vict.''2.66, ''Loc.Hom.''29, Antiph. 217.13; ἐξήραμμαι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.14.6, ''Ev.Marc.''3.1, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.''Pl.''1082; inf. ἀπ-εξηράνθαι Hp.''Mul.''1.17; part. [[ἐξηραμένος]] only late, Sch.Porph.''Abst.''2.6: ([[ξηρός]]):—[[parch]], [[dry up]], <b class="b3">ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος</b> E.l.c.; of the sun, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.''Or.''6.203b; [[make costive]], τὴν κοιλίην Hp.''Aph.''3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to [[be dry]] or [[become dry]], [[be parched]], [[become parched]], <b class="b3">ἐξηράνθη πεδίον</b> Il.l.c., cf. Pl.''Ti.''88d, etc.; to [[be withered]], ἐξηράνθη ἡ συκῆ ''Ev.Matt.'' 21.19, cf. Demetr.Lac.''Herc.''1012.12, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''l.c.<br><span class="bld">2</span> [[drain dry]], ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109.<br><span class="bld">3</span> metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H.<br><span class="bld">b</span> Pass., of a [[paralytic]], ''Ev.Marc.''9.18.
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. ξηρᾰνῶ E.''Cyc.''575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.''Epid.''2.3.2, but ἐξήρηνα Id.''Hum.''1, ''Mul.''2.112, Aret.''CD''1.3:—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. [[ξηρανοῦμαι]] in same sense, Hp.''Aff.''25, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''356b25: aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.''Epid.''5.30, [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 31e: pf. ἐξήρασμαι Hp.''Vict.''2.66, ''Loc.Hom.''29, Antiph. 217.13; ἐξήραμμαι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.14.6, ''Ev.Marc.''3.1, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.''Pl.''1082; inf. ἀπεξηράνθαι Hp.''Mul.''1.17; part. [[ἐξηραμένος]] only late, Sch.Porph.''Abst.''2.6: ([[ξηρός]]):—[[parch]], [[dry up]], <b class="b3">ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος</b> E.l.c.; of the sun, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.''Or.''6.203b; [[make costive]], τὴν κοιλίην Hp.''Aph.''3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to [[be dry]] or [[become dry]], [[be parched]], [[become parched]], <b class="b3">ἐξηράνθη πεδίον</b> Il.l.c., cf. Pl.''Ti.''88d, etc.; to [[be withered]], ἐξηράνθη ἡ συκῆ ''Ev.Matt.'' 21.19, cf. Demetr.Lac.''Herc.''1012.12, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''l.c.<br><span class="bld">2</span> [[drain dry]], ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109.<br><span class="bld">3</span> metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H.<br><span class="bld">b</span> Pass., of a [[paralytic]], ''Ev.Marc.''9.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ξηρανῶ, <i>ao.</i> ἐξήρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ξηρανθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξηράνθην, <i>pf.</i> ἐξήρασμαι, <i>postér.</i> ἐξήραμμαι;<br />sécher, dessécher ; <i>Pass.</i> [[se dessécher]], [[être desséché]];<br />[[NT]]: (Pass.) devenir raide.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]].
|btext=<i>f.</i> ξηρανῶ, <i>ao.</i> ἐξήρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ξηρανθήσομαι, <i>ao.</i> ἐξηράνθην, <i>pf.</i> ἐξήρασμαι, <i>postér.</i> ἐξήραμμαι;<br />[[sécher]], [[dessécher]] ; <i>Pass.</i> [[se dessécher]], [[être desséché]];<br />[[NT]]: (Pass.) [[devenir raide]].<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 48: Line 48:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[secar]] unas flores ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν καὶ ξήρανον ἐν σκιᾷ <b class="b3">machaca estas flores en un mortero blanco y sécalas a la sombra</b> P XIII 28  
|esmgtx=[[secar]] unas flores ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν καὶ ξήρανον ἐν σκιᾷ <b class="b3">machaca estas flores en un mortero blanco y sécalas a la sombra</b> P XIII 28  
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[siccare]]'', to [[dry]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.109.4/ 1.109.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:34, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηραίνω Medium diacritics: ξηραίνω Low diacritics: ξηραίνω Capitals: ΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: xēraínō Transliteration B: xērainō Transliteration C: ksiraino Beta Code: chrai/nw

English (LSJ)

A fut. ξηρᾰνῶ E.Cyc.575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.Epid.2.3.2, but ἐξήρηνα Id.Hum.1, Mul.2.112, Aret.CD1.3:—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. ξηρανοῦμαι in same sense, Hp.Aff.25, Arist.Mete.356b25: aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.Epid.5.30, Pl.Phlb. 31e: pf. ἐξήρασμαι Hp.Vict.2.66, Loc.Hom.29, Antiph. 217.13; ἐξήραμμαι Thphr. CP 5.14.6, Ev.Marc.3.1, POxy.1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.Pl.1082; inf. ἀπεξηράνθαι Hp.Mul.1.17; part. ἐξηραμένος only late, Sch.Porph.Abst.2.6: (ξηρός):—parch, dry up, ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος E.l.c.; of the sun, X.Mem.4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.Or.6.203b; make costive, τὴν κοιλίην Hp.Aph.3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to be dry or become dry, be parched, become parched, ἐξηράνθη πεδίον Il.l.c., cf. Pl.Ti.88d, etc.; to be withered, ἐξηράνθη ἡ συκῆ Ev.Matt. 21.19, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.12, POxy.l.c.
2 drain dry, ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109.
3 metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H.
b Pass., of a paralytic, Ev.Marc.9.18.

German (Pape)

[Seite 279] ξηρανῶ, perf. pass. ἐξήρασμαι, s. ἀποξ., u. ἐξήραμμαι, Schol. Ar. Plut. 1082, ἐξήραμαι scheint schlerhaft, Schäf. Schol. Ap. Rh. 3, 276 u. Lob. Phryn. 502; trocknen, dörren, πᾶν δ' ἐξηράνθη πεδίον, Il. 21, 345, es wurde trocken; ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος, Eur. Cycl. 572; ξηράνας τὴν διώρυχα, Thuc. 1, 109; ξηραινόμενον, im Gegensatz zum ὑγραινόμενον, Plat. Tim. 88 d; τὸ ξηρανθέν, Phil. 31 e; Gegens. von ἁδρύνω bei Früchten, Xen. Mem. 4, 3, 8; Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ξηρανῶ, ao. ἐξήρανα, pf. inus.
Pass. f. ξηρανθήσομαι, ao. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι, postér. ἐξήραμμαι;
sécher, dessécher ; Pass. se dessécher, être desséché;
NT: (Pass.) devenir raide.
Étymologie: ξηρός.

Russian (Dvoretsky)

ξηραίνω: (aor. ἐξήρᾱνα - ион. ἐξήρηνα; pass.: fut. ξηρανθήσομαι, aor. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι - поздн. ἐξήραμμαι)
1 сушить, высушивать (τὴν διώρυχα Thuc.); pass. сохнуть, засыхать (πᾶν δ᾽ ἐξηράνθη πεδίον Hom.; ἡ συκῆ ἐξηράνθη NT): ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα NT сухорукий;
2 pass. чахнуть, изнемогать NT.

Greek (Liddell-Scott)

ξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. ἀποξηραίνω)· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· (ξηρός). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ Βάκχιος Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. αὐτόθι 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη πεδίον Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) ἀποξηραίνω, ἀφαιρῶ τὸ ὕδωρ, Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.

English (Autenrieth)

only pass. aor., ἐξηράνθη, was dried up. (Il.)

Spanish

secar

English (Strong)

from ξηρός; to desiccate; by implication, to shrivel, to mature: dry up, pine away, be ripe, wither (away).

English (Thayer)

1st aorist ἐξηρανα (ξηραίνομαι; perfect 3rd person singular ἐξήρανται (ἐξηραμμενος; 1st aorist ἐξηράνθην; cf. Buttmann, 41 (36); (from ξηρός, which see); from Homer down; the Sept. chiefly for יִבֵּשׁ and הובִישׁ; to make dry, dry up, wither: active, τόν χόρτον, to become dry, to be dry, be withered (cf. Buttmann, 52 (45)) (the Sept. for יָבֵשׁ): of plants, ἡ πηγή, τό ὕδωρ, to waste away, pine away: ἐξηραμμενη χείρ, a withered hand, R G in 3.

Greek Monolingual

και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) ξηρός
καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω
νεοελλ.
1. αναισθητοποιώ
2. σκοτώνω
3. μέσ. ξεραίνομαι
α) πεθαίνω
β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά
ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος
4. φρ. α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία κατά την εφαρμογή τους υπό μορφή λεπτών επικαλύψεων πάνω στην επιφάνεια άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη στερεά κατάσταση
β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — γελώ υπερβολικά
αρχ.
1. κάνω κάποιον δυσκοίλιο («ξηραίνω τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. μτφ. υποβάλλω κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, ταλαιπωρώ
3. παθ. μένω παράλυτος.

Greek Monotonic

ξηραίνω: (ξηρός), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐξήρᾱνα — Παθ., αόρ. αʹ ἐξηράνθην, παρακ. ἐξήρασμαι·
1. ξηραίνω, στεγνώνω με υψηλή θερμοκρασία (καύσωνα), αποξηραίνω, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., γίνομαι ή είμαι ξηρός, καταντώ αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. αποξηραίνω, στεγνώνω αφαιρώντας το νερό, Λατ. siccare, σε Θουκ.

Middle Liddell

ξηρός
1. to parch up, dry up, Eur., Xen.:—Pass. to become or be dry, parched, Il., etc.
2. to lay dry, Lat. siccare, Thuc.

Chinese

原文音譯:xhra⋯nw 克些來挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:乾 相當於: (יָבֵשׁ‎)
字義溯源:使乾涸,變乾,乾,熟透,枯竭,枯乾;源自(ξηρός)=枯乾的);而 (ξηρός)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)
出現次數:總共(16);太(3);可(7);路(1);約(1);雅(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 枯乾了(6) 太13:6; 太21:19; 太21:20; 可3:1; 可3:3; 可4:6;
2) 枯乾(2) 約15:6; 雅1:11;
3) 乾了(2) 可5:29; 啓16:12;
4) 已熟透了(1) 啓14:15;
5) 必枯乾(1) 彼前1:24;
6) 已枯乾了(1) 可11:21;
7) 身體枯乾(1) 可9:18;
8) 都枯乾了(1) 可11:20;
9) 就枯乾了(1) 路8:6

Léxico de magia

secar unas flores ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν καὶ ξήρανον ἐν σκιᾷ machaca estas flores en un mortero blanco y sécalas a la sombra P XIII 28

Lexicon Thucydideum

siccare, to dry, 1.109.4.