προεισαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προεισᾰγωγή''': ἡ, προηγουμένη [[εἰσαγωγή]], [[πρόλογος]], [[προοίμιον]], Κύριλλ. Ἀλ. 4, 7, Διον. Ἀρεοπ. 4, 12, σ. 447, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ[[προεισάγω]]<br />η [[πριν]] από το κύριο [[θέμα]] [[εισαγωγή]], το [[προοίμιο]], ο [[πρόλογος]] («καὶ ἐν ταῖς προεισαγωγαῖς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorheriges od. vorläufiges Hineinführen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγή: ἡ, προηγουμένη εἰσαγωγή, πρόλογος, προοίμιον, Κύριλλ. Ἀλ. 4, 7, Διον. Ἀρεοπ. 4, 12, σ. 447, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑπροεισάγω
η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῖς προεισαγωγαῖς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.).