λευκόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkolofos
|Transliteration C=lefkolofos
|Beta Code=leuko/lofos
|Beta Code=leuko/lofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">white-crested</b>, <span class="bibl">Anacr.82</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1016</span>, Philet.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον</b> prob. on this <b class="b2">white hill</b>, AP 7.636 (Crin.).</span>
|Definition=λευκόλοφον,<br><span class="bld">A</span> [[white-crested]], Anacr.82, Ar.''Ra.''1016, Philet.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον</b> prob. on this [[white hill]], AP 7.636 (Crin.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] mit weißem Haar, oder Federbusch, [[τρυφάλεια]] Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] mit weißem Haar, oder Federbusch, [[τρυφάλεια]] Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à aigrette blanche]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόλοφος:''' [[украшенный белым гребнем или султаном]] ([[τρυφάλεια]] Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''λευκόλοφος''': -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ [[λόφιον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λευκό]] [[λοφίο]] («λευκολόφους τρυφαλείας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[λευκόλοφος]]<br /><i>ο</i> [[λευκός]] [[λόφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκόλοφος:''' ον, αυτός που έχει [[λευκό]] λόφο ή [[λοφίο]], σε Αριστοφ.· ως ουσ., <i>[[λευκό]]-λοφον</i>, <i>τό</i>, [[άσπρος]] [[λόφος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-λοφος, ον<br />[[white]]-[[crested]], Ar.:—as [[substantive]] λευκόλοφον, τό, a [[white]] [[hill]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλοφος Medium diacritics: λευκόλοφος Low diacritics: λευκόλοφος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: leukólophos Transliteration B: leukolophos Transliteration C: lefkolofos Beta Code: leuko/lofos

English (LSJ)

λευκόλοφον,
A white-crested, Anacr.82, Ar.Ra.1016, Philet.4.
II τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον prob. on this white hill, AP 7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῦτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à aigrette blanche.
Étymologie: λευκός, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

λευκόλοφος: украшенный белым гребнем или султаном (τρυφάλεια Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλοφος: -ον, ἔχων λευκὸν λόφον ἢ λόφιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016, Φιλητ. 14· ― τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, πιθ. ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τούτου λόφου, Ἀνθ. Π. 7. 636.

Greek Monolingual

λευκόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό λοφίο («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.λευκόλοφος
ο λευκός λόφος.

Greek Monotonic

λευκόλοφος: ον, αυτός που έχει λευκό λόφο ή λοφίο, σε Αριστοφ.· ως ουσ., λευκό-λοφον, τό, άσπρος λόφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λευκό-λοφος, ον
white-crested, Ar.:—as substantive λευκόλοφον, τό, a white hill, Anth.