κολαφιστικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(c1)
 
(21)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
}}
{{ls
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολαφιστικῶς]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κόλαφο, με [[ράπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολαφιστικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολαφίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1472] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰφιστικῶς: Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κολαφιστικῶς (Μ)
επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαφιστικός < κολαφίζω.