ποικιλανθής: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(13_2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] ές, buntblumig, von oder mit bunten Blumen, buntfarbig, Clem. Al. u. a. Sp., die vielleicht auch ποικιλανθίς gesagt haben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] ές, buntblumig, von oder mit bunten Blumen, buntfarbig, Clem. Al. u. a. Sp., die vielleicht auch ποικιλανθίς gesagt haben. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποικῐλανθής''': -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα [[άνθη]] («[[ποικιλανθής]] [[στέφανος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύχρωμος]], [[παρδαλός]] («ποικιλανθὴς [[χιτών]]», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[λευκανθής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 649] ές, buntblumig, von oder mit bunten Blumen, buntfarbig, Clem. Al. u. a. Sp., die vielleicht auch ποικιλανθίς gesagt haben.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλανθής: -ές, ποικίλως ἠνθισμένος, ποικιλόχρους, χιτὼν Κλήμ. Ἀλ. 238.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα άνθη («ποικιλανθής στέφανος»)
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός («ποικιλανθὴς χιτών», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής].