εἰδικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eidikos
|Transliteration C=eidikos
|Beta Code=ei)diko/s
|Beta Code=ei)diko/s
|Definition=ή, όν, (εἶδος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">specific</b>, opp. γενικός, ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.14</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>230.11</span> (Sup.), cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Intr.</span>4.16</span> (Sup.), al.; ἀντίρρησις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.39</span> (Comp.); ἀρεταί Phld.<span class="title">D.</span>3 <span class="title">Fr.</span>82, cf. <span class="bibl">Ph.1.140</span>; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<span class="title">Sign.Fr.</span>2; αἰσθήσεις <span class="title">Placit.</span>4.10.1; <b class="b3">εἰδικώτατον, τό</b>, = Lat. <b class="b2">infima species</b>, Stoic.3.214, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>87</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">specifically</b>. Stoic.2.77, Dsc.5.75. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">special</b>, opp. <b class="b2">general</b>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>4.27</span> (Comp.). Adv. -<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">specially</b>, <span class="title">CIG</span> 2222.15 (Chios). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">formal</b>, opp. <b class="b2">material</b>, διαφοραί <span class="bibl">Plot.5.7.1</span>.</span>
|Definition=εἰδική, εἰδικόν, ([[εἶδος]])<br><span class="bld">A</span> [[specific]], opp. [[γενικός]], [[ὄνομα]] D.T.636.14, A.D.''Synt.''230.11 (Sup.), cf. Porph.''Intr.''4.16 (Sup.), al.; [[ἀντίρρησις]] S.E.''M.''1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.''D.''3 ''Fr.''82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.''Sign.Fr.''2; αἰσθήσεις ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.10.1; [[εἰδικώτατον]], τό, = Lat. [[infima species]], Stoic.3.214, cf. Dam.''Pr.''87. Adv. [[εἰδικῶς]] = [[specifically]]. Stoic.2.77, Dsc.5.75.<br><span class="bld">II</span> [[special]], opp. [[general]], Phlp.''in Mete.''4.27 (Comp.). Adv. [[εἰδικῶς]] = [[specially]], ''CIG'' 2222.15 (Chios).<br><span class="bld">III</span> [[formal]], opp. [[material]], διαφοραί Plot.5.7.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘[[genérico]]’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘[[género]]’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num"></b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘[[material]]’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. [[τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν]] Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘[[general]]’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. [[καθολική]] argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. [[κοινός]]: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num"></b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. [[εἰδικῶς]] = [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos ([[razonamiento]]s) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκλητος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. [[καθόλου]] ‘[[en general]]’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num"></b>[[por especies]] op. [[γενικῶς]] ‘[[por géneros]]’, D.L.7.132<br /><b class="num"></b>[[en cuanto a la especie]] [[πομφόλυξ]] σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0723.png Seite 723]] das [[εἶδος]] betreffend, speciell, dem [[γενικός]] entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0723.png Seite 723]] das [[εἶδος]] betreffend, speciell, dem [[γενικός]] entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. [[εἰδικῶς]], speciell, Sp., Inscr. 2222.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[spécifique]].<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδικός:''' лог. видовой Plut., Sext.
}}
{{ls
|lstext='''εἰδικός''': -ή, -όν, ([[εἶδος]]) [[μερικός]], ὁ κατὰ [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[γενικός]], Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. [[ἰδιαίτερος]]: - Ἐπίρρ. [[εἰδικῶς]], ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδικός Medium diacritics: εἰδικός Low diacritics: ειδικός Capitals: ΕΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: eidikós Transliteration B: eidikos Transliteration C: eidikos Beta Code: ei)diko/s

English (LSJ)

εἰδική, εἰδικόν, (εἶδος)
A specific, opp. γενικός, ὄνομα D.T.636.14, A.D.Synt.230.11 (Sup.), cf. Porph.Intr.4.16 (Sup.), al.; ἀντίρρησις S.E.M.1.39 (Comp.); ἀρεταί Phld.D.3 Fr.82, cf. Ph.1.140; τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰ. τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.Fr.2; αἰσθήσεις Placit.4.10.1; εἰδικώτατον, τό, = Lat. infima species, Stoic.3.214, cf. Dam.Pr.87. Adv. εἰδικῶς = specifically. Stoic.2.77, Dsc.5.75.
II special, opp. general, Phlp.in Mete.4.27 (Comp.). Adv. εἰδικῶς = specially, CIG 2222.15 (Chios).
III formal, opp. material, διαφοραί Plot.5.7.1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.Synt.230.11, 20, Plot.5.7.1
I 1específico, perteneciente a la especie, de naturaleza específica frec. op. γενικόςgenérico’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.P.1.188, ἀρεταί Chrysipp.Stoic.3.19, Phld.D.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.Febr.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.Sign.fr.2, αἰσθήσεις Placit.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.in Cat.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2
neutr. subst. τό εἰ. especie op. ‘género’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico, infima species Diog.Bab.Stoic.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.Au.102d
gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.Synt.230.11, Phlp.in Mete.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.Synt.230.20
neutr. subst. τὸ εἰ. término específico τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico S.E.M.7.50.
2 formal op. ‘material’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.Febr.25.9, cf. 13, Olymp.in Mete.302.28, in Alc.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales Plot.l.c., cf. Phlp.in GC 53.9.
3 especial op. ‘general’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, ἀντίρρησις ... εἰδικωτέρα op. καθολική argumento muy especial S.E.M.1.39, op. κοινός: ὁ ἄνθρωπος ὁ κοινός τε καὶ εἰδικός Porph.Intr.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.in Mete.4.27
fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos, Dam.Pr.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.Pr.87.
II adv. εἰδικῶς = específicamente περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ... Chrysipp.Stoic.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.P.3.37, ἡ σύνκλητος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως RDGE 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλουen general’, Aristid.Quint.78.7
por especies op. γενικῶςpor géneros’, D.L.7.132
en cuanto a la especie πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 723] das εἶδος betreffend, speciell, dem γενικός entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
spécifique.
Étymologie: εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

εἰδικός: лог. видовой Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδικός: -ή, -όν, (εἶδος) μερικός, ὁ κατὰ μέρος, ἀντίθ. τῷ γενικός, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. ἰδιαίτερος: - Ἐπίρρ. εἰδικῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰδικός, -ή, -όν) είδος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος»)
2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο»)
νεοελλ.
(αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός
αυτός που έχει αποκτήσει ειδικότητα σ' έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης («ειδικός στη συντήρηση αρχαίων μνημείων»)
μσν.
1. τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, συνήθως ο κόμις τών θείων πριονάτων, θησαυροφύλακας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰδικόν
η αρχή και το αξίωμα του ειδικού
αρχ.
μορφικός.