κεροβάτης: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(13_4) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κεροβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=κεροβάτης | |Medium diacritics=κεροβάτης | ||
|Low diacritics=κεροβάτης | |Low diacritics=κεροβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerovatis | |Transliteration C=kerovatis | ||
|Beta Code=keroba/ths | |Beta Code=keroba/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[κέρας]]) [[horn-footed]], [[hoofed]], κεροβάτας Πάν Ar.''Ra.''230 (lyr.): acc. to some Gramm., [[he that goes with horns]], i.e. [[the horned god]]; acc. to Sch., [[he that walks the mountain-peaks]] (cf. [[κέρας]] v.6). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, bei Suid. auch [[κεραβάτης]], der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, bei Suid. auch [[κεραβάτης]], der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux pieds de corne (<i>ép. de Pan</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεροβάτης -ου, Dor. κεροβάτας [[[κέρας]], [[βαίνω]]] op hoeven lopend ([[epithet]] van Pan). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεροβάτης]] (και [[κεραβάτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[άποψη]] μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που περπατά με κέρατα στο [[κεφάλι]], δηλ. ο [[κερασφόρος]] [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[κρημνοβάτης]], [[σχοινοβάτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κεροβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[κέρας]]) ἔχων πόδας ἐκ [[κερατίνης]] ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ [[κερασφόρος]] [[θεός]]· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. [[κέρας]] IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· [[ἤτοι]] ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ [[κερατοβάτης]], τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, [[ἐπεὶ]] τὰ [[κάτω]] τράγου εἶχεν». | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κερο-βᾰ́της, ου, [[κέρας]], [[βαίνω]]<br />[[horn]]-footed, hoofed, Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 13 October 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (κέρας) horn-footed, hoofed, κεροβάτας Πάν Ar.Ra.230 (lyr.): acc. to some Gramm., he that goes with horns, i.e. the horned god; acc. to Sch., he that walks the mountain-peaks (cf. κέρας v.6).
German (Pape)
[Seite 1425] ὁ, bei Suid. auch κεραβάτης, der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux pieds de corne (ép. de Pan).
Étymologie: κέρας, βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεροβάτης -ου, Dor. κεροβάτας [κέρας, βαίνω] op hoeven lopend (epithet van Pan).
Russian (Dvoretsky)
κεροβάτης: ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий (Πάν Arph.).
Greek Monolingual
κεροβάτης (και κεραβάτης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών
3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που περπατά με κέρατα στο κεφάλι, δηλ. ο κερασφόρος θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. κρημνοβάτης, σχοινοβάτης.
Greek Monotonic
κεροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (κέρας, βαίνω), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κεροβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (κέρας) ἔχων πόδας ἐκ κερατίνης ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ κερασφόρος θεός· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. κέρας IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· ἤτοι ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ κερατοβάτης, τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, ἐπεὶ τὰ κάτω τράγου εἶχεν».