ἀνεμοπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(c1)
 
(4)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0222.png Seite 222]] ὁ (Windkrieg), = [[ἀκροβολισμός]], Schol. Soph. Ai. 1109.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0222.png Seite 222]] ὁ (Windkrieg), = [[ἀκροβολισμός]], Schol. Soph. Ai. 1109.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεμοπόλεμος''': ὁ, ἐλαφρὰ [[συμπλοκή]], [[ἀκροβολισμός]], τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ἀνεμοπόλεμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η ανεμοπάλη, η [[θύελλα]]<br /><b>μσν.</b><br />αψιμαχίες, ακροβολισμοί.
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] ὁ (Windkrieg), = ἀκροβολισμός, Schol. Soph. Ai. 1109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοπόλεμος: ὁ, ἐλαφρὰ συμπλοκή, ἀκροβολισμός, τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.