ἔνθρυπτος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthryptos | |Transliteration C=enthryptos | ||
|Beta Code=e)/nqruptos | |Beta Code=e)/nqruptos | ||
|Definition= | |Definition=ἔνθρυπτον,<br><span class="bld">A</span> [[crumbled and put into liquid]]: <b class="b3">τὰ ἔ.</b> [[sops]] or perhaps a kind of cake, D.18.260, cf. ''SIG''1016.4 (Iasos), Poll.6.77, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀττανίδες]], ''AB''250.<br><span class="bld">II</span> [[Ἔνθρυπτος]], title of [[Apollo]] at Athens, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα [[pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino]] μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.<i>Or</i>.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus <i>IIasos</i> 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948<br /><b class="num">•</b>ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες<br /><b class="num">•</b>tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. [[ἀτταλίδες]]<br /><b class="num">•</b>tal vez ciertas [[gachas]] ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ [[ἁπλῶς]] <i>AB</i> 250, cf. [[ἐναυλήματα]].<br /><b class="num">2</b> [[al que se ofrendan pasteles]] epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0843.png Seite 843]] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit [[ἐνθρυμματίς]] zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ [[φακῆ]] [[ἁπλῶς]]. Vgl. Harpocr. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[émietté et plongé dans un liquide]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔνθρυπτος''': -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, [[ἔνιοι]] δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ [[Ἀπόλλων]] δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔνθρυπτος]], -ον (Α) [[θρυπτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύεται [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνθρυπτα</i><br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἔνθρυπτος]]<br />επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), θρυμματισμένος, [[τριμμένος]] και ριγμένος μέσα σε [[υγρό]]· <i>τὰ ἔνθρυπτα</i>, μουσκεμένο [[ψωμί]], [[παξιμάδι]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἔνθρυπτος]], ον [[θρύπτω]]<br />crumbled and put [[into]] [[liquid]]: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔνθρυπτον,
A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perhaps a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250.
II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.Or.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus IIasos 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948
•ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες
•tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. ἀτταλίδες
•tal vez ciertas gachas ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς AB 250, cf. ἐναυλήματα.
2 al que se ofrendan pasteles epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947.
German (Pape)
[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἔνθρυπτος, -ον (Α) θρυπτός
1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα
είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτος
επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
Greek Monotonic
ἔνθρυπτος: -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔνθρυπτος, ον θρύπτω
crumbled and put into liquid: τὰ ἔνθρυπτα sops, Dem.