πολύβωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠβωτος
|Full diacritics=πολῠ́βωτος
|Medium diacritics=πολύβωτος
|Medium diacritics=πολύβωτος
|Low diacritics=πολύβωτος
|Low diacritics=πολύβωτος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvotos
|Transliteration C=polyvotos
|Beta Code=polu/bwtos
|Beta Code=polu/bwtos
|Definition=ον, prob. from <b class="b3">βόσκω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">many-feeding, ferlile</b>, as ironical epith. of the barren island of Seriphos, <span class="bibl">Cratin. 211</span>.</span>
|Definition=πολύβωτον, prob. from [[βόσκω]], [[many-feeding]], [[ferlile]], as ironical [[epithet]] of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] = [[πολύβοτος]], Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = [[πολυβόητος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] = [[πολύβοτος]], Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = [[πολυβόητος]].
}}
{{ls
|lstext='''πολύβωτος''': -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ [[βόσκω]], ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, [[εὔφορος]], εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει πολλούς<br /><b>2.</b> [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> [[επίθετο]] της νήσου Σερίφου, [[επειδή]] [[είναι]] άγονη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[πολύβοτος]]. Η [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- οφείλεται σε μετρ. λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βωτος Medium diacritics: πολύβωτος Low diacritics: πολύβωτος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΤΟΣ
Transliteration A: polýbōtos Transliteration B: polybōtos Transliteration C: polyvotos Beta Code: polu/bwtos

English (LSJ)

πολύβωτον, prob. from βόσκω, many-feeding, ferlile, as ironical epithet of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύβοτος, Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = πολυβόητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωτος: -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ βόσκω, ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, εὔφορος, εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τρέφει πολλούς
2. εύφορος
3. ειρων. επίθετο της νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πολύβοτος. Η τροπή του -ο- σε -ω- οφείλεται σε μετρ. λόγους].