σκολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(c2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σκολιόθριξ
|Medium diacritics=σκολιόθριξ
|Low diacritics=σκολιόθριξ
|Capitals=ΣΚΟΛΙΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=skolióthrix
|Transliteration B=skoliothrix
|Transliteration C=skoliothriks
|Beta Code=skolio/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[with curled hair]], Nonn. ''D.'' 15.137; [[with crisp leaves]], [[ἄκανθα]] ''AP'' 4.1.37 (Mel.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[à la chevelure bouclée]].<br />'''Étymologie:''' [[σκολιός]], [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκολιόθριξ -τριχος &#91;[[σκολιός]], [[θρίξ]]] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιόθριξ:''' τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[σγουρομάλλης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος [[ἄνθος]] ἀκάνθης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολιόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό [[φύλλωμα]], [[κατσαρός]], σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''σκολιόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», [[ἄκανθα]] Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with curled [[hair]] or leaves, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιόθριξ Medium diacritics: σκολιόθριξ Low diacritics: σκολιόθριξ Capitals: ΣΚΟΛΙΟΘΡΙΞ
Transliteration A: skolióthrix Transliteration B: skoliothrix Transliteration C: skoliothriks Beta Code: skolio/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with curled hair, Nonn. D. 15.137; with crisp leaves, ἄκανθα AP 4.1.37 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 901] τριχος, krumm-, kraushaarig, krausblätterig, ἀκάνθη, Mel. 1, 37 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
à la chevelure bouclée.
Étymologie: σκολιός, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκολιόθριξ -τριχος [σκολιός, θρίξ] als adj. met gekruld haar, d.w.z. met gekruld loof.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόθριξ: τρῐχος adj. досл. курчавый, кудрявый, перен. с завитыми листьями (ἀκάνθη Anth.).

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ
σγουρομάλλης
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός].

Greek Monotonic

σκολιόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει σγουρά μαλλιά ή σγουρό φύλλωμα, κατσαρός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κόμην ἑλικτήν, βοστρυχώδη, «σγουράν», Νόνν. Δ. 15. 137· ὁ ἔχων φύλλα οὖλα, «σγουρωτά», ἄκανθα Ἀνθ. Π. 4. 1, 37.

Middle Liddell

with curled hair or leaves, Anth.