προεισφορά: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(13_3)
m (elru replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeisfora
|Transliteration C=proeisfora
|Beta Code=proeisfora/
|Beta Code=proeisfora/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">money advanced to pay the</b> εἰσφορά <b class="b2">for others</b>, <span class="bibl">D.37.37</span>,<span class="bibl">50.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">advance of money to the State</b>, Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων <span class="title">SIG</span>1003.30 (Priene, ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">preliminary expenses</b>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>33.18</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[money]] [[advance]]d to [[pay]] the [[εἰσφορά]] for others, D.37.37,50.9.<br><span class="bld">2</span> [[advance of money to the State]], Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων ''SIG''1003.30 (Priene, ii B.C.).<br><span class="bld">3</span> [[preliminary expenses]], Lib.''Decl.''33.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, [[εἰσφορά]], für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0718.png Seite 718]] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, [[εἰσφορά]], für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />paiement anticipé de l'impôt ; avance de l'impôt pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προεισφέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προεισφορά:''' ἡ досрочно уплаченный (за кого-л.) налог Dem.
}}
{{ls
|lstext='''προεισφορά''': ἡ, τὸ προεισφέρειν, Δημ. 977. 19., 1209. 2· πρβλ. Βöckh P. E. 2, σ. 5, 299, κτλ., καὶ Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[προεισφέρω]]<br /><b>1.</b> η προκαταβαλλόμενη [[εισφορά]]<br /><b>2.</b> η [[προκαταβολή]] της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους [[κατά]] τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας<br /><b>αρχ.</b><br />προκαταρκτικές δαπάνες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεισφορά:''' ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την <i>εἰσφοράν</i> άλλων, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προεισφορά]], ἡ, [from [[προεισφέρω]]<br />[[money]] advanced to pay the [[εἰσφορά]] for others, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφορά Medium diacritics: προεισφορά Low diacritics: προεισφορά Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΟΡΑ
Transliteration A: proeisphorá Transliteration B: proeisphora Transliteration C: proeisfora Beta Code: proeisfora/

English (LSJ)

ἡ,
A money advanced to pay the εἰσφορά for others, D.37.37,50.9.
2 advance of money to the State, Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων SIG1003.30 (Priene, ii B.C.).
3 preliminary expenses, Lib.Decl.33.18.

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰσφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement anticipé de l'impôt ; avance de l'impôt pour qqn.
Étymologie: προεισφέρω.

Russian (Dvoretsky)

προεισφορά: ἡ досрочно уплаченный (за кого-л.) налог Dem.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφορά: ἡ, τὸ προεισφέρειν, Δημ. 977. 19., 1209. 2· πρβλ. Βöckh P. E. 2, σ. 5, 299, κτλ., καὶ Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προεισφέρω
1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά
2. η προκαταβολή της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας
αρχ.
προκαταρκτικές δαπάνες.

Greek Monotonic

προεισφορά: ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την εἰσφοράν άλλων, σε Δημ.

Middle Liddell

προεισφορά, ἡ, [from προεισφέρω
money advanced to pay the εἰσφορά for others, Dem.