κεκαδήσω: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_23) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kekadiso | |Transliteration C=kekadiso | ||
|Beta Code=kekadh/sw | |Beta Code=kekadh/sw | ||
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, | |Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fut. zu [[κήδω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεκαδήσω:'''<br /><b class="num">I</b> эп. fut. 2 к [[κήδω]].<br /><b class="num">II</b> эп. fut. к [[χάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεκᾰδήσω''': κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. [[κήδω]]. | |lstext='''κεκᾰδήσω''': κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. [[κήδω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεκαδήσω]] (Α)<br />θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μέλλ. [[κεκαδήσω]] και ο αόρ. <i>κέκαδον</i> απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. [[χάζω]] «[[αποστερώ]]», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kadana</i>-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. [[κήδω]] «[[φροντίζω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεκᾰδήσω:''' Επικ. μέλ. του [[χάζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
κεκάδοντο, κεκαδών, v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
fut. zu κήδω.
Russian (Dvoretsky)
κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.
Greek Monolingual
κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].
Greek Monotonic
κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.