μεθυσοχάρυβδις: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methysocharyvdis
|Transliteration C=methysocharyvdis
|Beta Code=mequsoxa/rubdis
|Beta Code=mequsoxa/rubdis
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], εως, ἡ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wine-charybdis</b>, nickname for a drunken woman, <span class="title">Com.Adesp.</span>1077.</span>
|Definition=[ᾰ], εως, ἡ, [[wine-Charybdis]], nickname for a [[drunken]] [[woman]], ''Com.Adesp.''1077.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]].
|lstext='''μεθῠσοχάρυβδις''': [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν [[ὄνομα]] μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. [[ποντοχάρυβδις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθυσοχάρυβδις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (κωμική [[ονομασία]]) [[γυναίκα]] που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε [[Χάρυβδη]]<br /><b>2.</b> αυτή που κάνει [[κακό]] [[μεθύσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυσος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθῠσοχάρυβδις Medium diacritics: μεθυσοχάρυβδις Low diacritics: μεθυσοχάρυβδις Capitals: ΜΕΘΥΣΟΧΑΡΥΒΔΙΣ
Transliteration A: methysochárybdis Transliteration B: methysocharybdis Transliteration C: methysocharyvdis Beta Code: mequsoxa/rubdis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, wine-Charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠσοχάρυβδις: [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν ὄνομα μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. ποντοχάρυβδις.

Greek Monolingual

μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α)
1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη
2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις].