ἐπανάγκης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(5)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epanagkis
|Transliteration C=epanagkis
|Beta Code=e)pana/gkhs
|Beta Code=e)pana/gkhs
|Definition=used only in neut.: <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b3">ἐπάναγκές [ἐστι</b>] <b class="b2">it is compulsory, necessary</b>, c. inf., <span class="bibl">And.1.1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>878e</span>, etc.; <b class="b3">μηδὲν ἐ. ἔστω</b> let there be no <b class="b2">compulsion</b>, ib.<span class="bibl">765a</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>176e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> as Adv., <b class="b2">on compulsion</b>, <b class="b3">ἐ. κομῶντες</b> wearing long hair <b class="b2">by fixed custom</b>, <span class="bibl">Hdt.1.82</span>; <b class="b3">ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι</b>, <span class="bibl">Aeschin.1.24</span>, <span class="bibl">D.34.7</span>; ἐ. λαβεῖν <span class="bibl">Men.576</span>; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω <span class="title">IG</span>22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>15.28</span>.</span>
|Definition=used only in neut.:<br><span class="bld">1</span> <b class="b3">ἐπάναγκές [ἐστι]</b> [[it is compulsory]], [[necessary]], c. inf., And.1.1, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''878e, etc.; <b class="b3">μηδὲν ἐ. ἔστω</b> let there be no [[compulsion]], ib.765a, cf.''Smp.''176e.<br><span class="bld">2</span> as adverb, [[on compulsion]], <b class="b3">ἐ. κομῶντες</b> wearing long hair [[by fixed custom]], [[Herodotus|Hdt.]]1.82; <b class="b3">ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι</b>, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω ''IG''22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες ''Act.Ap.''15.28.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπᾰνάγκης''': ([[ἀνάγκη]]) ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετέρῳ: 1) ἐπάναγκες ἐστί, [[εἶναι]] ἐπάναγκες, [[ἀναγκαῖον]], [[ἀνάγκη]], μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 25. 7, Πλάτ. κλ.· ἐπ. μηδὲν ἔστω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ καταναγκασμός τις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 765Β, πρβλ. Συμπ. 176Ε. 2) ὡς Ἐπίρρ., κατ’ ἀνάγκην, ἀναγκαστικῶς, ἐπάναγκες κομῶντες, ἔχοντες μακρὰν κόμην κατ’ ἐπικρατῆσαν ἔθιμον, Ἡρόδ. 1. 82· ἐπ. λέγειν Αἰσχίν. 4. 18, πρβλ. Δημ. 909. 8· ἐπ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἐπ. βουλὴν ἀθροιζέτω Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 51· [[τύπος]] τις ἐπάναγκον ἀπαντᾷ [[αὐτόθι]] 3652. 19. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 52, 53.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰνάγκης:''' ([[ἀνάγκη]]), μόνο σε ουδ.· <i>ἐπάναγκές</i> (<i>ἐστι</i>), είναι αναγκαίο, υπάρχει [[ανάγκη]], με απαρ. κ.λπ.· ως επίρρ., κατά [[ανάγκη]], αναγκαστικά, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνάγκη]] only in neut.]<br />[[ἐπάναγκες]] [[ἐστί]] it is [[necessary]], c. inf., etc.: as adv. by [[compulsion]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰνάγκης Medium diacritics: ἐπανάγκης Low diacritics: επανάγκης Capitals: ΕΠΑΝΑΓΚΗΣ
Transliteration A: epanánkēs Transliteration B: epanankēs Transliteration C: epanagkis Beta Code: e)pana/gkhs

English (LSJ)

used only in neut.:
1 ἐπάναγκές [ἐστι] it is compulsory, necessary, c. inf., And.1.1, Pl.Lg.878e, etc.; μηδὲν ἐ. ἔστω let there be no compulsion, ib.765a, cf.Smp.176e.
2 as adverb, on compulsion, ἐ. κομῶντες wearing long hair by fixed custom, Hdt.1.82; ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω IG22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες Act.Ap.15.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη) ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετέρῳ: 1) ἐπάναγκες ἐστί, εἶναι ἐπάναγκες, ἀναγκαῖον, ἀνάγκη, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 25. 7, Πλάτ. κλ.· ἐπ. μηδὲν ἔστω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ καταναγκασμός τις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 765Β, πρβλ. Συμπ. 176Ε. 2) ὡς Ἐπίρρ., κατ’ ἀνάγκην, ἀναγκαστικῶς, ἐπάναγκες κομῶντες, ἔχοντες μακρὰν κόμην κατ’ ἐπικρατῆσαν ἔθιμον, Ἡρόδ. 1. 82· ἐπ. λέγειν Αἰσχίν. 4. 18, πρβλ. Δημ. 909. 8· ἐπ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἐπ. βουλὴν ἀθροιζέτω Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 51· τύπος τις ἐπάναγκον ἀπαντᾷ αὐτόθι 3652. 19. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 52, 53.

Greek Monotonic

ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη), μόνο σε ουδ.· ἐπάναγκές (ἐστι), είναι αναγκαίο, υπάρχει ανάγκη, με απαρ. κ.λπ.· ως επίρρ., κατά ανάγκη, αναγκαστικά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀνάγκη only in neut.]
ἐπάναγκες ἐστί it is necessary, c. inf., etc.: as adv. by compulsion, Hdt.